Για τη γιορτή της μητέρας: “ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΦΗΜΟΥ”
Έλα ξύπνα. Είναι έξι η ώρα ” Άκουσα τη μάνα μου να μου φωνάζει εκείνο το πρωί.”Έλα σήκου, πλύσου, ντύσου για να πας τα χτήματα στο Παλιόκαστρο να βοσκήσουν. Τα παπούτσια σου μην τα γυρεύεις. Τα΄χω πάει του Χανιώτη, για να τουσε βάλει καμμμία φώλα και να στα βάψει για τη Λαμπρή. Καβάλα θα πας και καβάλα θα γυρίσεις. Πάνω στο τραπέζι σου’χω μία κούπα φασκομηλέα, έχω βάλει και μία κουταλέα μέλι, μόνο πιες τηνε. Σήμερα είναι Μ. Παρασκευή και νηστεύουνε και το λάδι. Μόλις φτάσεις απάνω, να δέσεις το μουλάρι στη μέση στο Κάτω Λακούδι και τη μία ζούλα στο άλλο σκαλί, για να μη φτάνονται. Τα άλλα χτήματα άστα λίμπερα. Δεν φεύγουνε. Στη σακοπάνα σου΄χω δύο ταγάρες και το κλαδευτήρι, να κόψεις χόρτα να τις γεμίσεις για τις κότες και τα κουνέλια. Σου’χω και το σαρακάκι, σκοινί και σύρματα, να κόψεις κλαδία από αγριοελαία και σουφροξυλέα, να κάμεις δύο καλά δεμάτια για τα μαρτία. Να τα σφίξεις καλά με το σκοινί και να τα δέσεις με δύο σύρματα, για να μη σου φύγουνε στο δρόμο. Να προσέχεις τα χέρια σου! Ύστερα να πας να μαζέψεις βλαστάρια, καλογέρια και σκάνταλα, να τα βάλεις στο καλό το στράϊστρο.Τρώγε και κανένα σκάνταλο και κανένα νερατζούνι, άνε βρεις. Να’χεις το νου σου και όταν η μεγάλη αγριοελαία, που είναι στο συνάμπελο, σκιάσει την Πλακούρα του Παππού, να τα μαζέψεις για να γυρίσεις. Όλο και κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να σου πιάσει να τα φορτώσεις όλα στο μουλάρι”
Μέ αυτές τις παραγγελίες και τις οδηγίες φτάσαμε μέχρι το τρίστρατο στα Πρινιάδικα. Εκεί τύλιξε σαν στεφάνι το σκοινί στα κέρατα του Κοκκίνη, του χάιδεψε το λαιμό και του είπε δυνατά. “Στο Παλιόκαστρο Κοκκίνη μου, στο Παλιόκαστρο.”Κι αυτός με καμάρι και ρυθμό ξεκίνησε όλη την ομάδα προς τον κατήφορο και προς το δρόμο που οδηγεί στο Παλιόκαστρο χωρίς να παραστρατήσει. Πάντα πρώτος ο Κοκκίνης μας, ο δουλευτής μας, που οργώνει βαθιά το χώμα,αλωνίζει τα στάχυα μας και κοπρίζει τα φυτά μας.Άγιο χτήμα. Ήσυχος, υπάκουος, δυνατός. Πίσω του η σκυλίτσα μου, η Αγάπη. Όνομα και πράμα. Πάντα κοντά με τη γαϊδουρίτσα μας, τη Μόσχα. Την υπομονετική και την ακούραστη αχθοφόρο μας, τα πόδια μας. Πίσω της το μουλάρι μας, ο Αράπης μας, ο άλλος δουλευτής μας, ο κουβαλητής μας, που τρέχει καμαρωτός, στολισμένος με τα στρωσίδια τις Κυριακές για το παζάρι στον Ποταμό, φορτωμένος με τις πραμάτειες μας. Πίσω του οι κατσίκες μας, η Κανέλα και η Χιόνα και πιο πίσω οι προβατίνες μας, οι μαυρομάτες μας, που όλα αυτά μαζί μας χορταίνουν με το γάλα τους, το τυρί τους και τις μυζήθρες τους. Εγώ καβάλα στη Μόσχα σκεπτόμουν, πώς είναι δυνατόν, αυτή η κοντόσωμη γυναίκα, η Μάνα μου, της τρίτης δημοτικού, να έχει καταφέρει να ημερέψει και να εκπαιδεύσει όλα αυτά τα ζώα, που την υπακούνε και εκτελούν τις προσταγές της με μία λέξη, με ένα χάδι. Ίσως οι τελευταίες κουβέντες του άνδρα της να της δίνουν τη δύναμη και να κατευθύνουν τις πράξεις της.”Κατερίνα μου, ίσως να μη σε ξαναδώ. Αφιερώσου στο παιδί μας και στο σπίτι μας”…………………………….
(Απόσπασμα από μια έκθεση του μαθητή της Β΄τάξης του Γυμνασίου Κυθήρων, Αντώνη Πρωτοψάλτη, κατά το 1957. Ένα ακόμα αφιέρωμα στην Τσιριγώτισα μάνα.)