Φάβας εγκώμιον – Από την παραδοσιακή διατροφή στα Κύθηρα
Η φάβα ήταν ανέκαθεν το ταπεινό φαγητό στις αγροτικές κοινωνίες των νησιών μας. Η φάβα, πλούσια σε πρωτεϊνες, με μεγάλη θρεπτική αξία, συντήρησε πολλές γενεές των προγόνων μας στα Κύθηρα, που ήταν το καθημερινό πιάτο τους και τη θεωρούσαν σαν εθνικό φαγητό.
Παράγεται κυρίως από τα κίτρινα λαθίρια, αλλά γίνεται και από άλλα όσπρια όπως οι μαναρόλες. Αυτό το ευλογημένο όσπριο που δεν είναι απαιτητικό και ευδοκιμεί σε άνυδρες περιοχές, το σπέρνανε το Νοέμβριο κατά προτίμησιν σε κοκκινόχωμα που είναι παχύ. Το θερίζανε τον Ιούνιο και μεταφέρανε τα δεμάτια στο αλώνι. Ο κατάλληλος καιρός για το αλώνεμα ήταν ο «αγριόκαιρος» δηλ. η ξηρασία, διότι με τον προβετζόκαιρο, την υγρασία, δεν χωριζόταν ο καρπός από το άχυρο. Όταν τέλειωνε το αλώνεμα, τα συγκεντρώνανε, τα «συμπάζανε» στο μέρος του αλωνιού που φύσαγε ευνοϊκός άνεμος για το λίχνισμα.
Στη συνέχεια η φάβα έπρεπε να περάσει από το χερόμυλο για να φύγει το φλούδι. Κατόπιν τα έβαζαν σε κουβάδες και τα έριχναν από ψηλά σε ένα σεντόνι σε ένα σημείο που φυσούσε ο άνεμος ώστε να φύγουν τα φλούδια και να μείνει καθαρή η φάβα. Στο λιομάζωμα οι λιομαζωχτάδες έστηναν στο χωράφι το τσικαλάκι με τη φάβα και έτρωγαν στο μικρό διάλειμμα του μόχθου τους.
Το πρωί πριν ξεκινήσουν για τη δουλειά τους οι ξωμάχοι έτρωγαν τη φάβα σούπα συμπάπουδη, παπουδιασμένη, δηλ. μισοβρασμένη. Το μεσημέρι την έτρωγαν λιωμένη σαν κρέμα και το βράδυ, όση περίσσευε την έτρωγαν παντρεμένη, δηλ. τσιγαρισμένη στο τηγάνι με κρεμμύδι.
Η φάβα ήταν τόσο συνδεδεμένη με την καθημερινότητα των παλαιών Κυθηρίων, που σώζεται ο εξής διάλογος «Μάνα ίντα μαγερεύεις;» «Φάβα παιδί μου» «Λαμπρή μα το Θεό!»