Τώρα που αρχίζει η κυνηγετική περίοδος, αξίζει να θυμηθούμε κάποιες λέξεις και εκφράσεις που θυμίζουν εποχές με άφθονα κυνήγια και μεγάλες επιτυχίες.
Το κυνήγι ήταν αγαπημένη ασχολία για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Για τον αριστοκράτη και τον οικονομικά εύπορο που ζούσε στα Κύθηρα, ή ερχόταν επίτηδες, ήταν σπορ με ακριβά αξεσουάρ.
Για τους αγρότες και γενικά για τους οικονομικά αδύναμους ήταν βιοπορισμός, βασική πηγή διατροφής και πηγή εισοδήματος. Με μια βόλτα κυνήγι εξασφάλιζαν το φαγητό της ημέρας. Άλλοι τα πουλούσαν, άλλοι ενοίκιαζαν π.χ. ένα χωράφι και συμφωνούσαν την πληρωμή σε ορτύκια, π.χ. 100 ορτύκια για ένα χρόνο.
Ένας καλός κυνηγός τα 100 ορτύκια μπορούσε να τα βγάλει σε 2 ημέρες. Η διατήρηση των ορτυκιών γινόταν με 2 τρόπους. Τα έκαναν παστά, δηλαδή τα καθάριζαν και τα τοποθετούσαν πατωσίες πατωσίες σε πήλινο δοχείο βάζοντας ανάμεσά τους το περίφημο αλάτι των Κυθήρων. Ο δεύτερος τρόπος ήταν τα σύγλινα, δηλαδή τα τσιγαρίζανε λίγο στο τηγάνι, ώστε να αποβάλουν το λίπος τους, τα τοποθετούσαν ζεστά μέσα σε πήλινο κιούπι και τα σκέπαζαν με το λίπος. Το λίπος έπηζε και διετηρούντο.
Το κυνήγι γινόταν: με τα ντουφέκια και με τις απόχες, ή με το φαγκλί μαζί με τις απόχες. Με το φαγκλί και με την απόχη τα έπιαναν ζωντανά, τα έβαζαν μέσα σε ειδικά κλουβιά, τα ταϊζανε με κεχρί και αλεσμένο σιτάρι και τα στέλνανε στον Πειραιά, στη Σμύρνη και στην Τεργέστη με τα Αυστριακά καράβια που προσεγγίζανε στα Κύθηρα.
Το φαγκλί ήταν μεγάλο φανάρι με ασετυλίνη. Τη νύχτα που τα ορτύκια καταλάγιαζαν σε ένα καθαρό μέρος, το φαγκλί τα παρέσυρε, τα θάμπωνε και τότε δρούσαν οι αποχάδες.
Το συνηθισμένο λεξιλόγιο των κυνηγών ήταν:
Τρυγονέα=ημέρα που πέφτουν πολλά τρυγόνια. Αυτό συνέβαινε, όταν το βράδυ ο καιρός ήταν κιάρος, καθαρός.
Ορδυκέα=ημέρα που πέφτουν πολλά ορτύκια.
Τουφεκέα=απόσταση βολής.
Τρουβαδέα= κυνηγετικός τρουβάς γεμάτος.
Έκαμα σαλούδα=σημάδεψα, αλλά δεν σκότωσα.
Σαλουταδόρος=ατζαμής κυνηγός.
Μου καμες γαϊδάρα=Μεγάλη ντροπή και προσβολή για ένα κυνηγό ήταν να αστοχήσει ο ίδιος και να επιτύχει ο άλλος που έπαιρνε και το θήραμα.
Μπεκατσόκαιρος=καιρός που ευνοεί το κυνήγι της μπεκάτσας (βοριάς και κρύο)
Τρουλιτέα(η)=ημέρα που πέφτουν πολλοί τρουλίτοι.
Ριξέα(η)=η σωστή αναλογία στη μπαρούτη και στα σκάγια.
Κοιμητέα(η)=το σημείο που αναπαύεται ο λαγὀς.
Καπνουλέα(η)=ο καπνός που βγάζει η μαύρη μπαρούτη στα εμπροσθογεμή όπλα.
Μονέας(ο)=όπλο με μία κάνη.
Φυσούρα(η)=εμπροσθογεμές όπλο ευτελούς αξίας.
Κραγμένα ορτύκια=πολλά ορτύκια μαζεμένα σ΄ένα μέρος.
Αμπαθράς(ο)=κυνηγόσκυλος τεμπέλης και φοβιτσιάρης.
Τριβάλα(η)=ίχνη μυρωδιάς που αφήνουν οι λαγοί και τα πουλιά.
Συμβολαιογράφος=έτσι έλεγαν τον τσαλαπετεινό, για τη μεγάλη μύτη του, σαν την πένα του συμβολαιογράφου.
Ξεκαργαδόρος=το εργαλείο με το οποίο αφαιρούσαν τη γόμωση στα εμπροσθογεμή όπλα.
Χωστόφυγε ο λαγός=έφυγε κρυφά από την κοιμητέα του, μόλις αντιλήφθηκε τον κίνδυνο.