Το τροπάριο της Κασσιανής

Το θρυλικό τροπάριο της Κασσιανής, που τόσο αγαπήθηκε από τον Ελληνικό λαό, είναι ένα παθητικότατο λυρικό ποίημα, που εκφράζει τη συντριβή μιας κριματισμένης και αμαρτωλής ψυχής. Οι τύψεις, η λαχτάρα για συγχώρεση και τα δραματικά λόγια της αμαρτωλής μοιχαλίδας συγκίνησαν βαθύτατα την ευαίσθητη ψυχή του Παλαμά που το απέδωσε στα Ν. Ελληνικά.

Ο Φώτης Κόντογλου το απέδωσε ως εξής:

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρομένη:

«αλλοίμονο σε μένα γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι η μανία της ασωτίας κι ο έρωτας της αμαρτίας, δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας, λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου και θα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου, αυτά τα ποδάρια που σαν η Εύα κατά το δειλινό τ’ άκουσε να περπατάνε από το φόβο κρύφτηκε.

Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων μου την άβυσσο ποιος μπορεί να τα εξιχνιάσει ψυχοσώστη Σωτήρα μου!

Μην καταφρονέσεις τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος»