Προτού εισβάλλει το super market στα Κύθηρα, ένα από τα γραφικότερα στοιχεία των μικρών κοινωνιών των παιδικών μας χρόνων μέχρι και τη δεκαετία του ’60, ήταν το παντοπωλείο της γειτονιάς.
Μερικά από αυτά είχαν και κουρείο σε μια γωνιά. Διέθεταν χύμα σε σακιά όσπρια, ρύζι, ζάχαρη, κ.α. που τα σερβίριζαν με τη σέσουλα σε χάρτινες σακούλες. Δεν υπήρχαν τυποποιημένα προϊόντα, ούτε το όργιο του πλαστικού και τα πάντα ζυγίζονταν σε μια ζυγαριά με μπρούτζινα τάσια και ζύγια σε οκάδες και υποδιαιρέσεις της οκάς.
Για πιο βαριά ψώνια όπως π.χ. λάδι χρησιμοποιούσαν την πλάστιγγα με πέζα μέχρι 10 οκάδες.
Χαρακτηριστική αυτή την εποχή ήταν η μυρωδιά της ρέγγας και της σαρδέλας που τις τύλιγαν στην εφημερίδα για να συνοδέψει το λιτό γεύμα των λιομαζωχτάδων.
Μικρά μαγαζάκια που ήταν η ψυχή της γειτονιάς, με το μαγαζάτορα που φορούσε την ποδιά και το μολύβι στο αυτί, με τα μπακαλοτέφτερα για τα αμφισβητούμενα μερικές φορές, βερεσέδια των πελατών, μαγαζάκια που τα είχαν όλα, από εσώρουχα και κλωστές, μέχρι κρασιά, χαρτικά και δραγάντε.
Το κυριότερο που είχαν ήταν η ανθρώπινη επαφή. Εκεί η βεγγέρα κάθε βράδυ και στο ιδιαίτερο ένα τραπεζάκι όπου τα κουτσοπίνανε οι φίλοι με το κρασάκι σε καρτούτσο, που το συνοδεύανε με σαρδελίτσα για μεζέ.
Σήμερα το απρόσωπο super market με το αυστηρό και επίσημο ύφος εξαφάνισε αυτά τα στέκια της χαράς, που πολλές φορές ανάλογα με την προσωπικότητα του μαγαζάτορα ήταν χώρος για απερίγραπτες φάρσες και για χαλάρωση από το μόχθο της ημέρας.
Αυτά τα γραφικά μαγαζάκια εκτελούσαν σπουδαίο κοινωνικό έργο πρώτα πρώτα με το «τηλέφωνον δια το κοινόν» και με το βερεσέ χωρίς τόκο για τους οικονομικά αδύναμους της γειτονιάς.