Στα πανηγύρια αυτά άλλοτε συμμετείχε πολύς κόσμος και το βράδυ γινόταν λαμπρή χοροεσπερίδα. Ένας Κυθήριος, νεαρός της δεκαετίας του ’60, τώρα κατά την περίοδο της πανδημίας και τον αναγκαστικό περιορισμό εις τας Αθήνας, αναπολεί με απέραντη νοσταλγία….
ΠΡΙΝ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ήταν 10 του Φλεβάρη, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πριν 60 χρόνια δηλαδή. Ήμαστε καμμιά δεκαριά νεαροί στη Χώρα και όπου γάμος και χαρά πρώτοι και καλύτεροι. Μας λέει λοιπόν ο Άντζολος ο Πετρόχειλος, αυτός ο αξέχαστος τύπος της παλιάς Χώρας «είσαστε να πάμε στο χορό στο Μυλοπόταμο; Θα πάρομε το Γιάννη το Θεό με το ταξί, όσοι χωρούμε και εγώ θα το πληρώσω.» Εμείς άλλο που δε θέλαμε. Πράγματι πάει ο Γιάννης και παίρνει τον Άντζολο, μόλις έκλεισε το μαγαζί του και εμείς, 8 νεαροί, τους περιμέναμε στην είσοδο της Χώρας στα σκοτεινά για το φόβο της Αστυνομίας. Έρχεται το ταξί και μπουκάρουμε όλοι μέσα ο ένας πάνω στον άλλον. Ο Γιάννης ο Θεός δεν πρόλαβε να μετρήσει πόσοι μπήκαμε. Ξεκίνησε και πηγαίναμε μια χαρά, κουβεντιάζαμε και αστειευόμαστε μεταξύ μας. Αφού είχαμε προχωρήσει αρκετά, κάτι είπε κάποιος από μας, που μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει. «Βρε» του λέει ο Θεός «και συ μέσα είσαι; Πόσοι είσαστε τελικά βρε αθεόφοβοι; Λεωφορείο το κάνατε το ταξί;» Πάντως μας πήγε στον προορισμό μας και μας γύρισε ωραία. Εκεί στο Μυλοπόταμο, στο ιστορικό καφενείο στον Πλάτανο μας υποδέχτηκαν με μεγάλη εγκαρδιότητα οι Μυλοποταμίτες, γιατί το θεώρησαν τιμή που χειμωνιάτικα πήγαμε να τιμήσομε τη γιορτή τους. Βέβαια η παρουσία του Αντζόλου είχε ξεχωριστή βαρύτητα για την παρέα μας, γιατί ξόδευε και κερνούσε τους πάντες και έλεγε ότι οι Μυλοποταμίτες είναι πολύ καλοί πελάτες του μαγαζιού του.
Το καφενείο είχε διαμορφωθεί καταλλήλως, γύρω γύρω πάγκοι, μπροστά οι κοπελιές, πίσω οι μαμάδες και Τρίτη σειρά οι γιαγιάδες. Ο Άντζολος τους χαιρετούσε όλους, τους κέρναγε και κουβέντιαζε μαζί τους, πιο πολύ με τις γιαγιάδες. Ήταν η ατραξιόν της βραδιάς. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια, κάθε φορά που βρίσκομαι στον Πλάτανο, θυμάμαι με νοσταλγία αυτή τη βραδιά, που μπορεί να μη μας πρόσφερε το πλούσιο μενού που προσφέρει σήμερα, είχε όμως μια απλότητα, μια αρχοντιά και μια ζεστασιά που ο χρόνος δεν κατάφερε να σβήσει.
Βασίλης Σ. Χάρος