Στον καιρό του λαδοφάναρου για το σιδέρωμα χρησιμοποιούσαν το παλιό σίδερο του κάρβουνου, που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία “βαποράκι” επειδή το μπροστινό μέρος του ήταν μυτερό και θύμιζε πλώρη καραβιού.
Το “βαποράκι” ήταν αρκετά βαρύ και το καπάκι του με τη λαβή άνοιγε από πάνω, ώστε να τροφοδοτείται το εσωτερικό του με κάρβουνο. Συνοδευόταν συνήθως από μια σχάρα-βάση, όπου το ακουμπούσαν.
Υπάρχει και παλαιότερος τύπος, ένα σίδερο συμπαγές, που δεν έπαιρνε κάρβουνα, αλλά το ζέσταιναν στη φωτιά.
Υπήρχε και πιο πρωτόγονος τρόπος σιδερώματος, που τον αναφέρει ο ποιητής Νίκος Καβαδίας “Μαραμπού” στη “Βάρδια”. Οι ναυτικοί, λέει, σιδέρωναν τα ρούχα τους με ένα μπουκάλι ζεστό νερό.