Σε παλιότερες εποχές που οι άνθρωποι επικοινωνούσαν περισσότερο και πιο άμεσα, οι συγκεντρώσεις, οι χοροεσπερίδες, οι συναναστροφές έδιναν την ευκαιρία για αυτοσχεδιασμούς και για ανταλλαγή φιλοφρονήσεων, ή για αμοιβαία πειράγματα.
Οι παλιοί μαντιναδολόγοι είχαν πλήρως εξοπλισμένη τη φαρέτρα τους και εξαπέλυαν τα βέλη τους προς πάσαν κατεύθυνσιν, κολακευτικά και επαινετικά, αλλά και φαρμακερά μερικές φορές όταν ένοιωθαν ότι θίγονταν.
Κάποτε κάποιος θέλοντας να πειράξει μια κοπέλα που παντρολογιόταν με κάποιον ανωτέρας κοινωνικής τάξεως, της είπε:
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος
Και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος!
Η κοπέλα με μεγάλη αυτοπεποίθηση απάντησε:
Ψηλά τη χτίζω τη φωλιά γιατί καταλαβαίνω
πως έχω δυνατά φτερά και πιο ψηλά ανεβαίνω.
Μένα μ’αρέσει να πετώ με δυνατό αέρα,
γιατι έχω δυνατά φτερά και τονε κάνω πέρα!
Ένας άλλος ήθελε να προκαλέσει κάποιον, αλλά συγκρατημένα διότι ήταν σε συγγενικό σπίτι!
Κατέω να σου τραγουδώ και να σου στήνω μπέτι,
μα είμαι μεσ’στου μπάρμπα μου και έχω γλωσσοδέτη
Ο άλλος θυμωμένος του απάντησε:
Εφώναξες και βέλαξες στη στάνη του βουιδώνε
Είσαι μαγάρα και μαϊμού και μπαίγνιο τουν αντρώνε!
Στα Κύθηρα η έκφραση «χρωστάς της Μιχαλούς» σημαίνει είσαι κουτός. Κάποτε κάποιος που είχε παππού Μιχάλη, θέλοντας να πειράξει κάποιον του είπε:
Εφημερίδα διάβαζα και είδα ένα νέο
Ότι χρωστάς της Μιχαλούς ένα μεγάλο χρέο!
Ο άλλος με μεγάλη ετοιμότητα του απάντησε μουτζώνοντάς τον:
Εφημερίδα διάβαζες, αυτή είναι η δουλειά σου!
Όρσε και πάρε τα λεφτά κι άμε τα τση λαλάς σου!