Νύχτα πάντα σηκωνόταν ο Μιχάλης, ο Σκόκος, για να πάει να ανοίξει τον καφενέ του. Έπρεπε στο ξημέρωμα να είναι έτοιμος να δεχτεί τους πρώτους πελάτες. Το σκούπισμα το είχε κάνει από βραδύς. Έβαζε μία πετσέτα στα μούτρα, έπιανε τη σκούπα και άρχιζε. Δεν χρειαζόταν να διώξει τους τελευταίους πελάτες, εργένηδες κυρίως, που δεν βιάζονταν το βράδυ να μαζευτούν στα σπίτια τους. Έφευγαν από μόνοι τους. Μόλις έπιανε τη σκούπα ο Μιχάλης, σηκωνόταν τέτοια σκόνη από το παλιό πάτωμα του καφενείου, που δεν έμενε μέσα ούτε κουνούπι.
Σηκωνόταν λοιπόν πρωί ο Μιχάλης. Έπαιρνε απ’ την αποθήκη τα λίγα κουτσουράκια , όσα χρειάζονταν για να διατηρήσει τη φωτιά στο τζάκι του καφενείου όλη τη μέρα και κατηφόριζε στην πλατεία του Εσταυρωμένου. Εκεί στη φόσα, δεξιά όπως πάμε στο κάστρο στο σπίτι του παπα Καλντάρα ήταν ο καφενές του Μιχάλη. Παλιός και παραδοσιακός καφενές, καμία σχέση με τις σημερινές καφετέριες και αναψυκτήρια. Θύμιζε λίγο ανατολή με τους ναργιλέδες, με το μπιλιάρδο του, τα σιδερένια τραπεζάκια του, με τις ψάθινες καρέκλες του και προπάντων με το βαρύ γλυκό του, ψημένο σε μπακιρένιο μπρίκι, με μακρύ χέρι πάνω σε καυτή άμμο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μιχάλης έπρεπε να σηκωθεί νύχτα για να ανοίξει τον καφενέ του. Για να είναι στην ώρα του έτοιμος να αρχίσει το σερβίρισμα, χρειαζόταν προετοιμασία. Έπρεπε να γεμίσει με νερό την κίτιλα, το μπακιρένιο εκείνο δοχείο με το μικρό βρυσάκι, που ήταν εγκατεστημένο στο τζάκι και από το οποίο τραβούσε νερό για τους καφέδες. Έπρεπε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθεί το νερό στην κίτιλα, αλλά να ζεσταθεί και η άμμος που βρισκόταν δίπλα, πάνω στην οποία έψηνε τον καφέ. Έπρεπε να κουβαλήσει νερό από κάποια γειτονική στέρνα για να γεμίσει το πιθάρι που βρισκόταν πλάι στο νεροχύτη του. Από εκεί θα τραβούσε και για το σερβίρισμα και για τη λάτρα του καφενείου. Έπρεπε να γεμίσει το ειδικό δοχείο που είχε δύο θέσεις, μία για τον καφέ και μία για τη ζάχαρη, από όπου θα έπαιρνε για να φτιάχνει τους καφέδες. Τη ζάχαρη την αγόραζε με την οκά από του Αντζόλου το μαγαζί που ήταν δίπλα. Τον καφέ τον έφερνε από το σπίτι του. Τον είχε ψήσει η γυναίκα του στο καβουρδιστήρι και τον είχε αλέσει στο μεγάλο μύλο, που μόνο οι καφετζήδες είχαν. Έπρεπε να τακτοποιήσει τα τραπέζια και τις καρέκλες, που μετά το βραδυνό σκούπισμα είχαν μείνει ατακτοποίητα, επειδή βιαζόταν να φύγει για να αφήσει τη σκόνη να κατακάτσει. Έπρεπε αν ήταν Καλοκαίρι να βγάλει τραπεζάκια και καρέκλες στη φόσα για να κάτσουν στη δροσιά οι θεριακλήδες και να απολαύσουν τον καφέ τους. Τέλος έπρεπε κάθε πρωί να βάλει καθαρό νερό στις δύο λεκάνες , στη μια έπλενε τα ποτήρια και στην άλλη έπλενε τα φλυτζάνια, όπου το νερό γινόταν κατάμαυρο από τα κατακάθια του καφέ. Έτσι γινόταν τότε. Απορρυπαντικά και πλυντήρια και τρεχούμενα νερά δεν υπήρχαν. Το πλύσιμο γινόταν με συνοπτική διαδικασία.
Αγωνιζόταν λοιπόν ο Μιχάλης και ήταν φημισμένος ο καφές του. Ήταν και τύπος και δεχόταν πολλά πειράγματα, πότε από τον Άντζολο, πότε από άλλα πειραχτήρια της εποχής, που τους άρεσε να βλέπουν το Μιχάλη να θυμώνει. Πείραζε βέβαια και ο Μιχάλης με το δικό του τρόπο κι αφού πείραζε, ήταν υποχρεωμένος να δέχεται και πειράγματα. Έτσι παν αυτά. Ένα πρωί με το κλειδί στο χέρι ο Μιχάλης πάει να ανοίξει τον καφενέ του. Φανταστείτε την έκπληξή του, όταν όχι μόνο την κλειδαρότρυπα, αλλά ούτε την πόρτα δεν έβρισκε στο ντουβάρι. Η πόρτα είχε χτιστεί κανονικά με πέτρα που κουβαλήθηκε τη νύχτα γι αυτή τη δουλειά. Κι ο Μιχάλης για να ανοίξει τον καφενέ δεν χρειάστηκε κλειδαρά, χρειάστηκε μάστορα να του ξεχτίσει την πόρτα!
Βασίλης Χάρος