Θα ήταν το 1950. Είχα μεγαλώσει αρκετά, δεκάχρονο παιδί πια και οι γονείς μου σκέφτηκαν, ότι ήταν καιρός να ξεφύγω από τα στενά όρια του νησιού μας και να δω τον κόσμο λίγο παραπέρα. Είχαν προγραμματίσει ένα τριήμερο ταξίδι και είπαν να με πάρουν μαζί τους. Ήμουν το πρώτο τους παιδί και σε μένα έπεσε ο κλήρος. Για τα αδέλφια μου δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο αδελφός μου είχε ήδη πάρει τα μπογαλάκια του, μεταξύ αυτών και το μπεμπέ του, που δεν το αποχωριζόταν και έκανε τις διακοπές του στον παππού και τη γιαγιά στα Φράτσια. Το μπεμπέ ήταν μια προβιά από αρνί και έκανε χρέη στεγανωτικού διαφράγματος και το έβαζαν σε μικρά παιδιά για να μη βρέξουν το στρώμα και τα σεντόνια τους. Οι πάνες και τα πάμπερς δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα και ο αδελφός μου το κουβαλούσε πάντα μαζί του και όταν δεν το χρειαζόταν πια. Δεν έπεφτε να κοιμηθεί χωρίς το μπεμπέ του. Η αδελφή μου θα τακτοποιόταν στην Κική, τη γειτόνισσά μας, που δεν είχε οικογένεια και την υπεραγαπούσε. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, στην Κική βραδιοξημερωνόταν.
Κατεβήκαμε λοιπόν στο Καψάλι για να πάρομε το μεταφορικό μέσον που θα μας μετέφερε στον τόπο της τριημέρου αναψυχής μας. Ήταν 16 Αυγούστου πρωί. Μάλλον είχαμε κατέβει πολύ νωρίς, γιατί προς το μεσημέρι ήταν προγραμματισμένη η αναχώρησή μας, αλλά ο πατέρας έλεγε την παροιμία «που μέλλει να ταξιδευτεί, από γιαλού κοιμάται» και το τηρούσε. Σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι που είχαν δηλώσει συμμετοχή στην εκδρομή και τελικά συμπληρώθηκε ένα γκρουπ 30 ατόμων. Για κάποια αιτία θα καθυστερούσε η αναχώρηση και ήταν μεσημέρι πια και πεινάσαμε. Αλλά πού να βρεις φαγητό. Δύο καφενεδάκια ήταν όλα κι όλα στο Καψάλι. Τελικά το ένα δέχτηκε να μας ετοιμάσει κάτι να φάμε και μας ετοίμασε κατσουλινάκια τηγανιτά, το μόνο ψάρι που βρέθηκε και ήταν νοστιμότατα. Λίγο μετά το μεσημέρι επιβιβαστήκαμε στο καϊκι. Προορισμός μας τα Αντικύθηρα, 20 μίλια νότια, για να παραστούμε στη γιορτή του πολιούχου Αγίου Μύρωνα που γιόρταζε την επομένη.
Το καϊκι μας ήταν ένα ωραίο σκαρί, καινούριο 12 μέτρων που είχε φτιαχτεί σε ναυπηγείο στο Πέραμα. Ιδιοκτήτες του ήταν δυό Καψαλιώτες, ξαδέλφια, ο Γιώργος ο Βέζος-Τσιμούχας και ο Γιάννης ο Βέζος-Γιαννέλης, οι οποίοι το είχαν εξοπλίσει με πολύ μεράκι, με το άλμπουρό του, με τα ξάρτια του και ήταν το μεγαλύτερο που υπήρχε τότε στο Καψάλι. Είχε βέβαια φτιαχτεί για αλιευτικό σκάφος, παραγαδιάρικο και για μικρές μεταφορές μέχρι Νεάπολη και μέχρι Αντικύθηρα, καμιά φορά και μέχρι Κρήτη. Σίγουρα όμως δεν ήταν κατάλληλο για να μεταφέρει κόσμο και μάλιστα 30 νομάτους, που ήταν το γκρουπ το δικό μας. Τότε όμως που δεν υπήρχαν συγκοινωνίες όλα επιτρέπονταν. Και οι δύο ιδιοκτήτες ήταν έμπειροι ναυτικοί και είχαν προσλάβει και ένα μούτσο, τον Παρασκευά που ήταν ένας παίδαρος και νομίζω ήταν τσιριγωτόγαμπρος. Το καϊκι το είχαν ονομάσει «Μυρτιδιώτισσα» Ο κόσμος τακτοποιήθηκε επάνω στην κουβέρτα, που γέμισε. Λύσανε κάβο και ο Παρασκευάς άρχισε να σηκώνει την άγκυρα, με τα χέρια βέβαια. Πήρε τα μπόσικα, αλλά η άγκυρα δεν ανέβαινε. Βρε αμάν, τράβαγε ο Παρασκευάς, βοηθούσαν και κάνα δυό επιβάτες χειροδύναμοι, τίποτα η άγκυρα. Κάπου φαίνεται είχε σκαλώσει. Δεν χάνει καιρό ο Παρασκευάς, γδύνεται, μένει με το σώβρακο και δίνει βουτιά να πάει να βρει την άγκυρα. Σε λίγο βγαίνει στον αφρό και κάνει νόημα να βιράρουν. Η άγκυρα ξεσκάλωσε. Ανεβαίνει στο σκάφος ο Παρασκευάς, ανέβηκε και η άγκυρα και φύγαμε. Τώρα, αν ο Παρασκευάς είχε άλλο σώβρακο να αλλάξει, δεν ξέρω. Μάλλον έμεινε χωρίς, μέχρι να στεγνώσει το βρεγμένο.
Ο καιρός ήταν καλούτσικος. Φύσαγε βέβαια μελτέμι, αλλά τον καιρό τον είχαμε πρίμα. Όταν ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, άρχισε να κουνάει, αλλά υποφερτά. Κάποιες γυναίκες αμάθητες τις έπιασε η θάλασσα και βγάλανε όχι μόνο τους κατσουλίνους, αλλά και της Τυρινής τα μακαρόνια. Μεταξύ αυτών και η μητέρα μου. Δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα οι δραμαμίνες τότε, που όσο να΄ ναι ανακούφιζαν λίγο. Έγινε λιώμα. Φθάσαμε στα Αντικύθηρα και βγήκε όλος ο κόσμος απ’ το καϊκι , ενώ εκείνη έμενε ξαπλωμένη στην κουβέρτα του καϊκιού μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, διότι το καϊκι και αραγμένο που ήταν κουνούσε. Τελικά ο Παρασκευάς έδωσε πάλι τη λύση. Βρήκε εκεί στο μόλο μια ψαροκασέλα, την έκανε φορείο και μαζί με δυό τρεις άλλους γεροδεμένους, ήταν και κομμάτι βαριά, την έβγαλαν στο μόλο. Σήμερα, εάν κάποιος έχει πρόβλημα κινητικό, όταν βγάζει εισιτήριο πρέπει να δηλώσει ότι θα χρειαστεί κατά την αποβίβαση καροτσάκι, είτε με αεροπλάνο ταξιδεύει είτε με πλοίο. Η μητέρα μου, χωρίς να το έχει δηλώσει, βγήκε με φορείο στο μόλο των Αντικυθήρων. Την περιμέναμε λίγο να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια της και ξεκινήσαμε να πάμε στο «ξενοδοχείο μας» Εμείς και πεντέξι ακόμα που ήταν παρέα μας, καμιά δεκαριά δηλαδή, θα μέναμε λίγο έξω από τον Ποταμό, που είναι το κεντρικό χωριό των Αντικυθήρων και θα πηγαίναμε στα Χαρχαλιανά, που είναι να πούμε προάστιο του Ποταμού.
Βάλαμε το δρόμο μπροστά, δεν ήταν και πολύ μακριά, με τα πόδια βέβαια, τότε δεν υπήρχαν εκεί δρόμοι και αυτοκίνητα και φθάσαμε στα Χαρχαλιανά. Τρία τέσσερα σπίτια όλα κι όλα, ένα από αυτά θα μας φιλοξενούσε. Να σου και η κερά Κατεργιά, την οποία γνωρίζαμε, βγήκε εις προϋπάντησιν. Αυτή θα μας φιλοξενούσε στο κονάκι της, όπου ζούσε με τον ηλικιωμένο άνδρα της. Μας γνώριζε όλους και έκανε μεγάλη χαρά, όταν μας είδε. Για πολλά χρόνια ερχόταν το Φθινόπωρο στα Κύθηρα, όπως και πολλές άλλες γυναίκες από τ’Αντικύθηρα και μας βοηθούσε στο μάζεμα των ελιών και εξοικονομούσε το λαδάκι της. Εγώ με το παιδικό μου μυαλό, όταν φθάσαμε στο σπίτι της, άρχισα να σκέπτομαι, πού θα μας κοιμίσει τόσους νομάτους. Ούτε κρεβάτια έβλεπα, ούτε κρεβατοκάμαρες. Πρωτίστως όμως έπρεπε κάτι να φάμε. Η κερά Κατεργιά είχε κάνει πρόβλεψη. Επάνω στο τζάκι, σ ένα μεγάλο καζάνι έβραζε το αγριοκάτσικο και είχε μοσχομυρίσει ο τόπος. Πήγαν δυό τρεις γυναίκες να βοηθήσουν να γίνει η σούπα. Γύρευαν ρύζι, πού να βρεθεί ρύζι στα Χαρχαλιανιά. Η κερά Κατεργιά όμως δεν χρησιμοποιούσε ρύζι για τη σούπα. Χρησιμοποιούσε κριθόχοντρο που τον είχε φτιάξει με τα χεράκια της. Έφερε λοιπόν κριθόχοντρο και έγινε μια σούπα τέλεια! Δυστυχώς δεν υπάρχει πια αυτό το προϊόν. Εμείς παιδιά φάγαμε κριθόχοντρο, που τον έφτιαχναν οι γιαγιάδες μας και δεν ξεχνάμε τη νοστιμιά του. Και ήταν και πολύ θρεπτικός. Ήθελε όμως το μπελά του για να γίνει. Τώρα πια ξεχάστηκε. Φάγαμε καλά και στυλώσαμε και ήρθε η ώρα του ύπνου. Είπαμε ότι κρεβατοκάμαρες και κρεβάτια δεν υπήρχαν. Υπήρχε όμως μια μεγάλη αυλή. Έβγαλε η κερά Κατεργιά χιράμια, πατανίες, στρωσίδια, κουρελούδες, ό,τι είχε και μας μοίρασε. Στρωθήκαμε στον ύπνο και κοιμηθήκαμε μια χαρά. Τελικά το ξενοδοχείο μας ήταν πολλών αστέρων! Σύνυχτα έρχεται ο πατέρας μου και με ξυπνά. «Ξύπνα να πάμε στον άγιο Μύρο, με περιμένει ο παπά Φραγκιάς να λειτουργήσομε» Λεβέντης παπάς, ο παπά Φραγκιάς. Τον γνώριζα καλά, γιατί είχαν μεγάλη φιλία με τον πατέρα μου, και τον φιλοξενούσαμε όταν ερχόταν στο Τσιρίγο. Πάντα ερχόταν με τα δώρα του, γνήσια προϊόντα των Αντικυθήρων, χοχλιούς, ψάρια παστά, που και τα δύο ήταν εξαιρετικοί μεζέδες και εμείς του ανταποδίδαμε με ό,τι είχαμε και δεν υπήρχε στα Αντικύθηρα, όπως λάδι, ωραίες καρυδολιές χαραχτές που έφτιαχνε η μάνα μου, ελιές μάτσες τσακιστές και κολυμπάδες κ.α.
Φτάσαμε λοιπόν στον άγιο Μύρο ξημερώματα, ύστερα από αρκετό ποδαρόδρομο. Μας υποδέχτηκε ο παπά Φραγκιάς με τους επιτρόπους και αυτούς που μαγείρευαν το φαγητό που θα πρόσφεραν μετά το τέλος της λειτουργίας. Ήταν εκεί από πολύ νωρίς και είχαν ανάψει τα υπαίθρια τζάκια και σε 3 μεγάλα καζάνια έβραζαν τα αγριοκάτσικα. Ο πατέρας παρακάλεσε έναν από αυτούς να με πάρει εκεί στα καζάνια και να μου βάλει λίγο ζουμί που ήμουνα ξενηστικωμένος. Πράγματι με πήρε, πήγαμε στα καζάνια που έβραζαν και μου ετοίμασε ένα πρωινό που το θυμάμαι πολύ ζωντανά και δεν κατάφεραν τα 75 χρόνια που πέρασαν να το σβήσουν απ’ τη μνήμη μου. Ήταν το καλύτερο πρωινό που έχω φάει στη ζωή μου. Η νοστιμιά του δεν περιγράφεται! Μαζεύτηκε αρκετός κόσμος, είχαν έλθει και από την Κρήτη και μετά το τέλος της λειτουργίας κάθισε ο κόσμος στο προαύλιο του ναού και άρχισε το πανηγύρι. Μοίρασαν στον κόσμο κρέας βραστό που το είχαν σε μεγάλα πανέρια, ψωμί και κρασί. Χωρίς καθυστέρηση άρχισαν τα όργανα και έγινε ένα ωραίο γλέντι. Ο παπά Φραγκιάς έδωσε το σύνθημα και χόρεψε πρώτος και το γλέντι κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα.
Κάποια στιγμή τα μαζέψαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, για να ξεκουραστούμε. Την άλλη μέρα είχαμε το ταξίδι της επιστροφής. Κατεβήκαμε πρωί πρωί στον Ποταμό, όπου μας περίμενε η «Μυρτιδιώτισσα» Ο καιρός φαινόταν ότι δεν ήταν και τόσο καλός, όμως ήταν μαζί μας και 2-3 υπάλληλοι που έπρεπε να γυρίσουν στις υπηρεσίες τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Δ/ντής της Εφορίας, ο Χαρχαλάκης, ο οποίος προφανώς καταγόταν από τα Αντικύθηρα. Έτσι αποφασίστηκε να επιβιβαστούμε και να ξεκινήσομε. Λύσαμε κάβο και μόλις βγήκαμε από το λιμάνι και ανοιχτήκαμε λίγο, άρχισαν τα όργανα. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Τώρα τον καιρό τον είχαμε μπροστά μας, κατάπλωρα που λέμε και το σκάφος δεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα. Βρεθήκαμε στο πέλαγος, στη μέση του πουθενά και βολοδέρναμε και παραγουλιαζόμαστε για ώρες! Ούτε ξέραμε πού βρισκόμαστε, ούτε στεριά φαινόταν πουθενά, ούτε προς τα πού πάμε γνωρίζαμε, γιατί στην πλώρη μας Τσιρίγο δε φαινόταν. Κάποια στιγμή σταματά η μηχανή να δουλεύει. Τότε παγώσαμε όλοι! Παρόλο το παραγούλιασμα, όσο δούλευε η μηχανή, ήταν μια παρηγοριά. Υπήρχε κάποια ελπίδα, Σταμάτησε η μηχανή, χάθηκε κάθε ελπίδα, Επικράτησε πανικός. Άρχισαν οι γυναίκες να ουρλιάζουν, άλλες κλαίγανε, άλλες κάνανε τασίματα, η κόρη του ενός καραβοκύρη, κοπελίτσα λίγο μεγαλύτερη από μένα φώναζε «πατερούλη μου σε χάνω» και οι άντρες είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους. Κάποια στιγμή βγαίνει στην κουβέρτα ο Γιαννέλης, ο οποίος ήταν κάτω στη μηχανή, για να επιβάλει την τάξη. «Τι πράματα είναι αυτά» λέει σε αυστηρό τόνο. «Έχουμε λίγη θάλασσα, αλλά δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Έχουμε ένα πρόβλημα στη μηχανή, σε λίγο θα τακτοποιηθεί. Εξάλλου έχουμε το πανί και δεν είμαστε ακυβέρνητοι.» Πράγματι το πανί ήταν σηκωμένο και ούτε που πήρα είδηση πότε το σήκωσαν. Είπε κι άλλα ο Γιαννέλης και κατάφερε να επιβάλει την τάξη. Η φυσιογνωμία του με το αυστηρό ύφος που τα έλεγε, αλλά και η σιγουριά του έχουν μείνει χαραγμένα στο μυαλό μου. Πίστευε αυτά που έλεγε και αυτό το μετέδιδε σε μας. Τελικά ο Γιαννέλης, ένας άνθρωπος του Δημοτικού, αλλά έμπειρος ναυτικός, στάθηκε στο ύψος της περίστασης, παρότι στο ανάστημα ήταν μικροσκοπικός και κατάφερε και την τάξη να επιβάλει και να μας δώσει ελπίδες, Σε λίγο μπαίνει και η μηχανή μπροστά και το ντούκου ντούκου μας αναπτέρωσε το ηθικό, όμως το παραγούλιασμα συνεχιζόταν και στεριά δεν βλέπαμε.
Θα είχαν περάσει 3 ώρες από το ξεκίνημα μέχρι το επεισόδιο, πέρασαν και άλλες τόσες και κάποια στιγμή νοιώθω το σκάφος να μην κουνάει. Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου και βλέπω στεριά στα δεξιά μας και το σκάφος να έχει αναπτύξει ταχύτητα. Δεν έβλεπα όμως ούτε Καψάλι, ούτε Κάστρο, ούτε Τράχηλα, τα γνωστά μου μέρη. Πού να είμαστε άραγε;; Κοιτάζω καλύτερα και βλέπω ένα βουνό και ένα μοναστήρι στην κορφή. Το γνώρισα, ήταν η Αγία Μόνη. «Κοίτα να δεις πού βρεθήκαμε!» μονολόγησα, Οι έμπειροι ναυτικοί που κουμαντάριζαν το σκάφος, είδαν ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει ταξίδι στην κανονική πορεία με δυνατό μελτέμι κατάπλωρα, γι αυτό κράτησαν πορεία πολύ δεξιότερα, με αποτέλεσμα να βρεθούμε κάτω από την Αγία Μόνη, τα 20 μίλια να γίνουν 40 και οι δύο ώρες του ταξιδιού να γίνουν περισσότερες από 7! Φύγαμε από τα Αντικύθηρα 8 το πρωί και φθάσαμε στο Καψάλι μετά τις 3 το απόγευμα θαλασσοδαρμένοι και καταταλαιπωρημένοι, αλλά φθάσαμε!
Επί Αγγλοκρατίας Αυστριακά καράβια του Lloyd Triestino είχαν δρομολογηθεί και ξεκινώντας από την Τεργέστη περνούσαν από τα Επτάνησα και μετά τα Κύθηρα πήγαιναν Σύρο, Σμύρνη, Κων/πολη. Ήταν τα Τριεστίνικα καράβια, όπως έχει μείνει στην ιστορία και το δρομολόγιο αυτό διατηρήθηκε και μετά την Ένωση και και μέχρι τον 20ό αι. Με αυτά τα βαπόρια έστελναν στη Σμύρνη από το Τσιρίγο ζωντανά ορτύκια κάθε φθινόπωρο που τότε ήταν πληθώρα και τα έπιαναν ζωντανά με την απόχη. Με αυτά τα βαπόρια ήρθαν από τα φημισμένα χυτήρια της Τεργέστης πολλές καμπάνες και εξοπλίστηκαν οι εκκλησιές του Τσιρίγου και βλέπομε μέχρι σήμερα τη σφραγίδα τους. Πράκτορας στο Καψάλι ήταν ο Τζοβάνι Καβαλλίνι, δεύτερος σύζυγος της Ρόζας Κασιμάτη, της μητέρας του Λευκαδίου Χερν. Μετά το Τζοβάνι συνέχισε ο γιος του Άγγελος Καβαλλίνι, ετεροθαλής αδελφός του Λευκάδιου που τον θυμόμαστε να ζει στη Χώρα σε μεγάλη ηλικία και πέθανε τη δεκαετία του’50. Κάποια φορά λοιπόν, γύρω στα 1900 θα πρέπει να έγινε αυτό, ο Ιταλός καπετάνιος του Αυστριακού ήθελε να πει στον πράκτορα ότι είναι το τελευταίο ταξίδι, διότι θα σταματούσε τα δρομολόγια λόγω χειμώνα, ή λόγω επισκευής. Βγήκε λοιπόν στη γέφυρα του βαποριού στο Καψάλι και φωνάζει στον πράκτορα που ήταν κάτω στη βάρκα «Ultimo viazzo siniore Cavalini». Τη φράση αυτή την άκουσαν πολλοί και έμεινε ιστορική. Τη χρησιμοποιούσαν οι Χωραϊτες και οι Καψαλιώτες και έφθασε μέχρι τις μέρες μας. Κυρίως τη χρησιμοποιούσαν όταν θέλανε να πούνε ότι δεν πρόκειται να ξαναπάνε κάπου που δεν πέρασαν καλά. Αυτό που Τσιριγώτικα το λέμε «πλέα μου και ποτέ μου» αυτοί το λέγανε «ultimo viazzo» όταν λοιπόν φθάσαμε θαλασσοδαρμένοι από τ Αντικύθηρα στο Καψάλι και βγήκαμε στο μόλο, άκουσα κάποιον Χωραϊτη να λέει σε κάποιον « ultimo viazzo».
Εγώ πάντως ξαναπήγα. Όχι πως δεν φοβήθηκα. Φοβήθηκα και πολύ μάλιστα. Αλλά πιστεύω ότι ο άγιος Μύρων που για τη χάρη του έγινε αυτό το ταξίδι έβαλε το χεράκι του να μην πάθομε κακό. Και η Μυρτιδιώτισσα που το άγιο όνομά της είχαν δώσει οι ευλαβείς πλοιοκτήτες στο πλεούμενό τους και που ασφαλώς το εικόνισμά της θα το είχαν τοποθετήσει σε κάποια γωνιά του, μας συνόδευε και μας προστάτευε σε όλο το ταξίδι.
Βασίλης Χάρος
Αύγουστος 2024