«Να ΄ν΄τα Χριστούγεννα στεγνά και τα Φώτα φωτερά και το Πάσχα σύβροχο, χαρά σ’ εκείνον το ζευγά πού ΄χει πολλά σπαρμένα» είναι μια από τις μετεωρολογικές παροιμίες του λαού μας εν χρήσει στις αγροτικές κοινωνίες, που συνήθιζαν να κάνουν μαντεύματα από τον καιρό.
Τώρα που το δωδεκαήμερο οδεύει προς το τέλος να αναφέρομε τι συνηθιζόταν στα Κύθηρα κατά την παραμονή και κατά την ημέρα των Θεοφανείων.
Πρώτα πρώτα οι νοικοκυρές την ημέρα του αγιασμού, ημέρα νηστείας έβραζαν τα παππούδια, ή παλληκάρια από στάρι, κουκιά, λαθύρια χωρίς λάδι, τα στράγγιζαν και τα έτρωγαν στεγνά. Οι μητέρες που είχαν γιους, το πρωί πριν φέξει έριχναν μια φούχτα παππούδια στο δώμα του σπιτιού και λέγανε «φάτε συρνούμενα, πετούμενα, πουλάκια τ’ ουρανού κι ευκηθείτε τουν υγιώνε μου και τουν παλληκαριώνε μου»
Στο ζυμωτό των ημερών με σταρένιο αλεύρι οι νοικοκυρές ξεχώριζαν τα κουλούρια, με τα οποία φίλευαν τον ιερέα που πήγαινε ν’ αγιάσει. Σε μια εποχή που οι ιερείς ήταν άμισθοι, οι ενορίτες εκτός από το νόμισμα που έριχναν στην αγιαστούρα, πρόσφεραν δώρα σε είδος, ό,τι παρήγαγε το κάθε σπιτικό. Την εξέδρα του Μεγάλου Αγιασμού στολίζουν με εποχιακά άνθη, κυρίως μανούσια και μυρτιές, πορτοκάλια και ροσμαρίνια.
Παλιά, αυτός που έπεφτε στη θάλασσα να πιάσει το Σταυρό, γύριζε με ένα δίσκο με το Σταυρό μέσα, και οι πιστοί έριχναν το νόμισμα «.. όση πέφυκεν η προαίρεσις δίδου..»
Με το Μεγάλο Αγιασμό που έπιναν νηστικοί, αγίαζαν τις 4 γωνιές του σπιτιού, το πηγάδι, τα ζωντανά, τα εξοχικά σπιτάκια, τους βοηθητικούς χώρους, τις βάρκες μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος.