Τα παλιά χρόνια αυτή την ημέρα καθάριζαν τα μαγειρικά σκεύη και τα πιατικά με αλουσία, αλισίβα, δηλ. ζεστό νερό με στάχτη και τα υπολείμματα των φαγητών της Τυρινής, αφού μείνουν στο τραπέζι όλη νύχτα, τα ρίχνουν στα ζώα.
Καθαρή Δευτέρα σημαίνει έξοδο στην εξοχή, στη θάλασσα καιρού επιτρέποντος, σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, ή συγκέντρωση των χωριανών στην πλατεία ή σε μια λέσχη με ξηροφαγία, κρασί από την «καλοκαρδούσα» με τα ποτήρια «κούμουλα» χορό, τραγούδι, πειράγματα.
Στα Πιτσινιάνικα χόρευαν τον «Απανωχορό» και στην περιοχή των Φριλιγκιανίκων τραγουδούσαν ένα αστείο τραγούδι αξιοποιώντας τα παρωνύμια της περιοχής, που έχουν σχέση με τα σαρακοστιανά εδέσματα:
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΟΠΟΛΗ ΕΚΑΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ
Στην Παλιόπολη έκανα ζευγάρι
και μου φέρανε καλό χαμπάρι
Λιώ τα βούιδα μου και βγαίνω πάνω
και στο πρόβγαλμα τα βάνω πάνω.
Απ’ αλάργα είδα το χιονίτη
κι έφυγα ντελέγκου για το σπίτι.
Ζεστασιά σαν μπήκα στην καμάρα
απ’ το τζάκι κι από τον ξυλάρα.
Γύρω στο σοφρά όλοι για δείπνο,
δόξα τω Θεώ κι απέ για ύπνο.
Ξημερώνει Καθαροδευτέρα,
σαρακοστιανή πέρα για πέρα.
Μυρωδάτος σαν Εγγλέζος λόρδος
πρώτος έφτασε ο γέρο Σκόρδος.
Ήρθε ο Λίμπινας κι ο Καλιτσούνης
και ο Λαζανάς κι ο Μακαρούνης.
Ο Πλαγιόμανας κι ο Πιπεράδας
κι ο Ρεβύθης και ο γέρο Φάβας.
Να κι ο Αλατζάς και ο Ξυδάτος
στα σαράντα θα’ ρθει ο Λαμπρινάκος.
Πιάστε το χορό μικροί μεγάλοι, να ‘μαστε καλά του χρόνου πάλι.