Το παλιό χωριάτικο σπίτι στα Κύθηρα ήταν απλό. Ένα δωμάτιο μακρύ με το χαμηλό τζάκι στη μία γωνία, στην άλλη γωνία ένα χαμηλό σοφραδάκι με πεζούλες, στην άλλη γωνία το κρεβάτι με τα στρίποδα και στην άλλη ο αργαλειός.
Οι πετρόχτιστοι τοίχοι χτίζονταν με σκέτο χώμα (έμπηλοι) χωρίς ασβέστη, ή με κοκκινόχωμα και ασβέστη. Επάνω στο τελείωμα των τοίχων τοποθετούσαν πλάκες που εξείχαν για να φεύγει το νερό και να μη νεροπίνουν οι τοίχοι. Αυτές τις πλάκες τις έλεγαν ακροπλακίες.
Στη συνέχεια έφτιαχναν τη σκεπή ως εξής: Γεφυρώνανε τους δύο μακρούς τοίχους σε μικρές αποστάσεις με τα λεγόμενα μεσοδόκια, δηλ. κορμούς από ελιά η κέδρο λίγο κυρτά και σε μεταγενέστερα χρόνια αντί για ξύλινα μεσοδόκια χρησιμοποιούσαν σιδηροδοκούς. Τα μεσοδόκια πάλι τα γεφυρώνανε με δοκάρια από ελιές ή κέδρους. Πάνω από τα δοκάρια τοποθετούσαν πυκνές αστοιβές (αφάνες) σκέτες. Στην καλύτερη περίπτωση τοποθετούσαν πλάκες λεπτές και ελαφρές που τις έβγαζαν από τα Πλακουτά, ένα νταμάρι του παλιού καιρού στην περιοχή των Φρατσίων. Πάνω από τις πλάκες έβαζαν λάσπη από χώμα και άλειφαν όλη τη σκεπή για να κλείσουν τα κενά και να στεγανοποιήσουν τη στέγη. Τέλος άπλωναν τον πηλό σε πάχος 15 έως 20 πόντους που τον έβγαζαν στα πηλορύχια. Ο καλύτερος πηλός ήταν στου Κακλαμάνη, στην περιοχή των Μυρτιδίων. Έπρεπε να είναι καλά κοπανισμένος, γι αυτό κοπανίζανε τους βώλους με χοντρό κόπανο αφού προηγουμένως τους απλώνανε στον ήλιο να στεγνώσουν, διότι μαλακός δεν κοπανιζότανε.
Το δάπεδο αυτών των σπιτιών ήταν στρωμένο με ένα μείγμα από άμμο από την Αμμουδερή στην περιοχή των Μυρτιδίων και ασβέστη. Ο σουβάς απέξω κι από μέσα στους τοίχους ήταν με ασβεστόλασπη. Οι κατοικίες αυτές σε παμπάλαιους καιρούς δεν είχαν παράθυρα, υπήρχαν μόνο στενές θυρίδες στους τοίχους. Αυτός ο απλός τύπος αγροτικής κατοικίας συνηθιζόταν στα χωριά μας κατά τη Βενετοκρατία και την Αγγλοκρατία.
Τον 20ό αι. τέτοιου είδους κτίσματα συνέχισαν να χτίζονται μέχρι τη δεκαετία του ΄30, αλλά όχι σαν κύρια κατοικία, αλλά σαν βοηθητικοί χώροι πλέον, δηλ. αποθήκες και σταύλοι.