Γεώργιος Τραβασάρος – Βελονάς, ο αδελφοκτόνος Νοτάριος

Στον κατάλογο των νοταρίων του Τοπικού Αρχείου των Κυθήρων με αριθμό 96 είναι ο Γεώργιος Τραβασάρος-Βελονάς του ποτέ Παναγιώτη. Το πρωτόκολλο του Νοταρίου έχει μόνο 26 φύλλα γραμμένα και καλύπτει το διάστημα από 22 0κτωβρίου 1813 μέχρι 5 Απριλίου 1814. Πού οφείλεται αυτή η περιορισμένη παραγωγή του νοταρίου; Σημειωτέον φαίνεται καταρτισμένος στη νοδαρική τέχνη και από τους πιο καλλιγράφους. Την απάντηση θα τη βρούμε αφενός στην ιδιόχειρη διαθήκη του και αφ’ ετέρου στα χρονικά του ιερέως Γρηγορίου Λογοθέτη. 

Στην απογραφή του 1788 η οικογένεια του Παναγώτη Τραβασάρου-Βελονά, πατέρα του νοταρίου, απογράφεται στην αγία Άννα, με 3 αγόρια ανήλικα, το Γιωργάκη, το Γιαννάκη και το Νικολάκη, ορφανά καθώς φαίνεται από μητέρα. Από τα ληξιαρχικά βιβλία μαθαίνομε ότι ο Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε τη Μαρία και έτσι ο νοτάριος μεγάλωσε με μητριά, η οποία στη συνέχεια μετά τον θάνατο του Παναγιώτη ξαναπαντρεύτηκε το Σταμάτη Γαλανάκη, με τον οποίο καθώς φαίνεται από τη διαθήκη, ο νοτάριος είχε άριστη σχέση και τον αποκαλεί μητριό, δηλαδή σύζυγο της μητριάς του. Στην απογραφή του 1814 ο νοτάριος και ο αδελφός του Γιάννης απογράφονται στους Αγίους Πάντες στα Γουδιάνικα. Ο νοτάριος είναι 32 ετών, παντρεμένος και έχει δύο ανήλικα παιδιά 11 και 3 ετών. Ο αδελφός του Γιάννης είναι παντρεμένος με ένα ανήλικο παιδί. Τη συνέχεια θα τη μάθομε σε ένα από τα τελευταία χρονικά του ιερομονάχου Γρηγορίου Λογοθέτη.

Κατά το χρονικό ο Τραβασάρος ήταν από τις Αλεξαντράδες και ήταν ευγενής και χρήσιμος άνθρωπος. Στην αρχή έκλεψε με τη συγκατάθεσή της μια  γυναίκα από τη Χώρα, Σοφούλα Λουρεντζοπούλα ονόματι, αλλά αυτή του έφυγε και κατόπιν επήρε σύζυγο μια γυναίκα δύστροπη, η οποία έφερε μίσος ανάμεσα στα αδέλφια και έπεισε τον άνδρα της, το νοτάριο, να σκοτώσει τον αδελφό του.

«1814 Απριλίου 8. Ο Γιωργάκης Τραβασάρος ποτέ Παναγιώτη Βελονά, από τες Αλεξαντράδες εσκότωσε τον αδελφό του Ιωάννη. Περίεργα είναι δε αυτού του ανθρώπου τα συμβεβηκότα. Αυτός ήτον άνθρωπος πολύ χρήσιμος και ως άνθρωπος του χωρίου αληθινά ευγενής. Αυτός έκλεψε μίαν χρήσιμον γυναίκα από την Χώρα, Σοφούλα το όνομά της, Λουρεντζοπούλα το επώνυμον. Δεν εφάνη εις εκείνην εναντίωσις ότι την έκλεψε. Ήλθε η ώρα δια να μείνουν μαζί. Εκείνη του είπε: Εγώ συνηθώ, Γιωργάκη μου, και καθαρίζομαι από τους ψύλλους. Πέσε του λόγου σου και εγώ ευθύς έρχομαι» Της άκουσε εκείνος και ησύχασε. Εκείνη δε με μεγάλην ησυχία έφυγε. Όταν επέρασε αρκετή ώρα, εσηκώθη και την εζήτησε, αλλά και δεν εκαταδέχτη να τρέξη να την φτάση. Επήρε σύζυγον από το χωρίον Δρυμώνα, από την οικογένεια του Μαγέρου, κάκιστον, υβρίστριαν και θυμώδη. Συχνά υβρίζοντο με την νύμφη της. Εκατάπεισε τον συζυγό της (ώ της μιαιφονίας) να αποκτείνη τον αδελφό του. Εξεχώριζε το σπίτι του με μεσότοιχον, έβαλε από μίαν θερίδα το ντουφέκι και τον απέκτεινε ο Γιωργάκης τον Ιωάννη, συνεργία πονηροτάτων γυναικών. Επιάστη ευθύς, εφυλακίστη και εις τας 9 Απριλίου τον επήγαν εις το γεφύρι των Φατσάδων να τον αποκτείνουν με τα ντουφέκια. Του εδέσαν τα μάτια, τον εβάλαν και εγονάτισε και του εβάρεσαν. Εσκόνισαν εις τα φορέματά του οι μπάλες των ντουφεκιών και δεν τον εβλάψαν. Τότε έλαβε θάρρος, εσηκώθη, έλυσε τους οφθαλμούς του, ότι θα τύχη ελευθερίας. Όλοι οι ευρεθέντες εφώνησαν «Είναι αθώος, πρέπει να ελευθερωθή!» Ο επιστάτης, του οποίου το όνομα δεν μας το έκαμε γνωστόν η ιστορία, είπε «Εγώ είμαι στελμένος από την Κυβέρνηση να διατάξω να τον σκοτώσουν και να τον θάψουν» Και εδιώρισε τον πνευματικόν του να τον ψάξη να μη βαστά φυλακτήριον. Τον έψαξε και εβαστούσε μικράν εικόνα της Κυρίας ημών Μερτιδιώτισσας. Το επήρε ο πνευματικός, του εδέσαν τα μάτια, τον εγονάτισαν, του εβάρεσαν όλα τα ντουφέκια, τον απέκτειναν. Και εκεί τον ενταφίασαν, εις το λαγκάδι των Φατσάδων , εις τα σπακάκια.»

Το χρονικό αναφέρει ημερομηνία της εκτέλεσης την 9η Απριλίου, ενώ η διαθήκη έχει ημερομηνία 24 Απριλίου έτος παλαιόν. Φαίνεται η ημερομηνία του χρονικού είναι λανθασμένη διότι δεν μπορεί η εκτέλεση να προηγείται της διαθήκης και η 9η Απριλίου είτε με το παλαιό είτε με το νέο ημερολόγιο προηγείται της 24ης. 

Η διαθήκη του Τραβασάρου γράφτηκε στις φυλακές του Κάστρου στις 25 Απριλίου 1814, 20 μέρες μετά την τελευταία πράξη στο πρωτόκολλό του.

«Ο θάνατε πεικρέ τις δύναται φηγείν απω σου ότι Θεου προστάξει μέλει ότι από γην και εις γην απελεύσεται. 25 Απριλίου 1814…… εστωντας και να είμαι σιδερωδέσμιος μέσα εδώ εις την φηλακην και ρεστάδος εις τας χείρας της δικεωσηνεις δια το κάζο ωπου εσηντρεξε και ευτεσα του αδελφου μου του Ιωάννου, λειπων ώντας εγώ φοβούμενος μήπως και λάβο την ειδίαν πέδευσιν εις θάνατον δια τούτο θέλω να ξεχωρήσο την αμαρτωλήν μου ψυχήν……» 

Στη συνέχεια στη διαθήκη του ο Τραβασάρος αφήνει κατά τη συνήθεια της εποχής 40λείτουργα στην Αγία Άννα στο αδελφάτο, στη Χώρα, όπου επιθυμεί να ενταφιασθεί, διότι ήταν ένας από τους αδελφούς  και στους ναούς της περιφέρειας των Αλεξαντράδων, Άγιο Λέοντα, Άγιο Γεώργιο, Αγία Τριάδα, Αγίους Πάντες και Πρόδρομο. Μάλιστα στις δύο τελευταίες έχει το γιους πατρονάτο. Αφήνει 100 γρόσια να μοιράσουν δια ελεημοσύνη στους φτωχούς διά την ψυχή του την αμαρτωλή. Τα 80 κατονομάζει σε ποιους να τα δώσουν, τα 20 αφήνει παραγγελία να τα δώσουν σε «…πάμπτωχους, αξίους ελεημοσύνης, με την ερμηνείαν και οδηγίαν του ευλαβεστάτου παπα κηρ Λαυρεντίου Κασιμάτη εφιμέριου του Εσταυρωμένου Χριστού εδώ στην Χώραν…»  Αφήνει τη γυναίκα του Ειρήνη να συγκατοικά με τα δύο ανήλικα παιδιά του, τον Παναγιώτη και το Γιαννάκη «..έως ωπού ζει και είναι στην τιμή μου…»  και τους αφήνει χωράφια, περιβόλια και σπίτια «..να κηβερνώνται μαζί από ταις ιντράδαις…» Παρακαλεί τον άνδρα της μητριάς του, Σταμάτη Γαλανάκη να σταθεί οδηγός και να διαφεντεύει τα ανήλικα παιδιά του, μέχρι να ενηλικιωθούν. Παραγγέλλει στη γυναίκα του «εάν ήθελε καθήση εδώ εις την Χώραν, εις μέρος ξένον, να δουλεύση, εις κιβέρνησιν τον πεδίον, θέλη κάμη το καλύτερον και να έχη πάντα τον Γιάννη μου κωντά της με το να είναι μικρώ, θρέφοντάς το από το πράγμα μου, ομήος και τον Παναγιώτη μου και να ήθελε τα επηστατεύση και ώταν είναι κερός τους εις καμίαν επιστήμην το να μάθουν δια να κηβερνώνται μετέπειτα με τιμήν τους, ως καθώς θέλει ο Θεός….» 

Παρά την επιθυμία του να ενταφιασθεί στην Αγία Άννα στη Χώρα, φαίνεται ότι ενταφιάστηκε στον τόπο της εκτέλεσης σύμφωνα με το χρονικό, αλλά και κατά την προφορική παράδοση. Εξάλλου στα λίμπρα της αγίας Άννας δεν βρέθηκε σχετική ληξιαρχική πράξη. Η ιστορία αυτή εκτυλίχθηκε την εποχή που κουμαντάντες στα Κύθηρα ήταν ο Άγγλος Φίλιππος Newton.  

 

Η θέση Σπακάκια, όπως είναι σήμερα και όπως φαίνεται από τα Δυτικά στο γεφύρι των Φατσαδίκων στον κεντρικό δρόμο (Φωτ. Ελ. Χάρου-Κορωναίου)

 

ΠΗΓΕΣ

Σπύρου Στάθη: Κυθηραϊκή επιθεώρησις 1923. Χρονικά Ιερέως Γρηγορίου Λογοθέτη.

Γ.Α.Κ. Τοπικό Αρχείο Κυθήρων, λυτή διαθήκη Γεωργίου Τραβασάρου,24-4-1814

Απογραφές Κυθήρων 18ου αι. Έκδοση Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών

Γ.Α.Κ. Τοπικό Αρχείο Κυθήρων, Απογραφή 1814

Χρύσας Μαλτέζου: Βενετική παρουσία στα Κύθηρα. Το Νοταριακό Αρχείο Κυθήρων, σελ. Γ60

 

Λεξιλόγιο

Ρεστάδος=( ιταλ.arrestare) κρατούμενος

Κάζο= (ιταλ. Caso)συμβάν

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημεριδα ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ