Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε το 1995 από το Βασίλη Σ. Χάρο και περιγράφει ένα σπαρταριστό επεισόδιο που έχει σχέση με δύο αξέχαστους Κυθήριους, το Γιάννη το Δαπόντε-Θεό και το Γιάννη Καλοκαιρινό –Καζαμία, οι οποίοι κάπου το 1947 συνταξίδευαν για τον Πειραιά, με το ατμόπλοιο «ΜΟΣΧΑΝΘΗ» που ναυπηγήθηκε στη Σκωτία το 1913 αρχικά σαν θαλαμηγός και αμέσως μετά τον πόλεμο μετασκευάστηκε σε επιβατηγό και εξυπηρετούσε τα νησιά κάνοντας πολλές ώρες για να φτάσει στον προορισμό του. Ήταν η εποχή που οι επιβάτες στο κατάστρωμα κουβαλούσαν καλάθια με πουλερικά και αποβιβάζονταν στα λιμάνια με βάρκες.
Δύο νεαροί Τσιριγώτες, εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’40 πήραν το βαπόρι για τον Πειραιά. Φτωχά παιδιά και οι δύο, που η Κατοχή τα είχε κάνει ακόμα φτωχότερα, προσπαθούσαν τώρα που είχε τελειώσει ο πόλεμος να βρουν το δρόμο τους, να ορθοποδίσουν και να φτιάξουν τη ζωή τους. Και τα κατάφεραν μια χαρά, παρόλο που δεν είχαν εφόδια και γραμματικές γνώσεις, προόδευσαν, έκαναν ωραία οικογένεια, απέκτησαν περιουσία και μάλιστα έγιναν συνάδελφοι αυτοκινητιστές και οι δύο και για πολλά χρόνια εξυπηρέτησαν τον τόπο, ο ένας με το ταξί του στη Χώρα και ο άλλος με το φορτηγό του στα Φράτσια.
Πήραν λοιπόν το βαπόρι από την Αγία Πελαγία, «Μοσχάνθη» το λέγανε, για να πάνε στον Πειραιά και ευτυχώς ήτανε κάλμα μπονάτσα. Είχε βραδιάσει όταν μπήκαν στο βαπόρι και πήγαν αμέσως να τακτοποιηθούν στην καμπίνα τους, η οποία δεν ήταν βέβαια στην Α’ θέση. Κάπου κάτω στα διπύθμενα τους οδήγησε ο καμαρότος ύστερα από μια δαιδαλώδη διαδρομή και τους εγκατέστησε. Ήταν μια δίκλινη καμπίνα με ένα κρεβάτι πάνω και ένα κάτω κάπως αμφιθεατρικά τοποθετημένα. Κατάλαβαν απ’την πρώτη στιγμή πως βρίσκονται στην πλώρη του βαποριού, κατάπλωρα που λέμε, μέσα από την αριστερή μάσκα της πλώρης. Μέσα από την καμπίνα περνούσε ένας χονδρός σωλήνας, στον οποίο δεν έδωσαν σημασία και στον οποίο σχεδόν ακουμπούσαν τα προσκέφαλά τους. Ο Χωραϊτης έπιασε το επάνω κρεβάτι, στο οποίο ανέβηκε προσεκτικά και ξάπλωσε. Και λέω προσεκτικά γιατί ο χώρος ήταν πολύ περιορισμένος και η απόσταση μεταξύ κρεβατιού και ταβανιού ήτανε δεν ήτανε δύο πιθαμές. Ο Φρατσιώτης έπιασε το κάτω κρεβάτι και κάτω απ’αυτό προσπάθησε να στριμώξει τη βαλίτζα του, αλλά δεν το κατόρθωσε. Ήτανε μια ωραία ξύλινη βαλίτζα με κόντρα πλακέ καπάκι, λουστραρισμένη, ολοκαίνουργια, που την είχε κάνει παραγγελία σε μαραγκό ειδικά γι αυτό το ταξίδι. Πήγαινε στον Πειραιά να παντρέψει την αδελφή του και είχε κάνει στο ράφτη το πρώτο του κουστούμι, το οποίο καινούριο όπως ήταν χρειαζόταν και ανάλογη βαλίτζα. Έβαλε λοιπόν σ αυτήν και τα εσώρουχά του και μια και η βαλίτζα δεν γέμισε, έβαλε μέσα κι ένα χαρτόκουτο με αυγά που του έδωσε η μάνα του να τα πάει πεσκέσι σε κάποιον. Τα αυγά ήτανε ωραία τακτοποιημένα με μπόλικα άχυρα και δεν υπήρχε φόβος να σπάσουν και να του λερώσουν το κουστούμι. Μόνο αν έσπαγε η βαλίτζα, πράγμα απίθανο, θα μπορούσε να πάθει ζημιά το κουστούμι. Έλα όμως που καμιά φορά τα φέρνει έτσι ο έξω από ‘δω και συμβαίνουν και τα πιο απίθανα!! Προσπάθησε λοιπόν να τη βάλει κάτω από το κρεβάτι, αλλά δεν χωρούσε και την άφησε πλάκα χάμω μπροστά στο κρεβάτι και το έριξε στον ύπνο. Κουρασμένοι όπως ήταν και οι δύο, κοιμήθηκαν αμέσως και ούτε που κατάλαβαν πως πέρασαν τον Κάβο Μαλιά. Το βαπόρι τράβηξε για Μονεμβάσια, το πρώτο λιμάνι που θα έπιανε.
Περασμένα μεσάνυχτα το βαπόρι κοντοζύγωνε στο λιμάνι. Ο καπετάνιος στη γέφυρα έδινε εντολές στον τιμονιέρη και στη μηχανή, ενώ ο λοστρόμος στην κουβέρτα είχε λύσει τις άγκυρες και περίμενε εντολή του καπετάνιου. Ακριβώς κάτω από το λοστρόμο οι δυό νεαροί κοιμόντουσαν μακαρίως. Το βαπόρι πλησιάζει αργά, φθάνει στο σημείο που συνήθως φουντάριζε, οπότε ο καπετάνιος δίνει μεγαλόφωνα εντολή στο λοστρόμο «φούντα την αριστερή!!» Αμέσως η αριστερή άγκυρα με δαιμονισμένο θόρυβο άρχισε να κατρακυλά για τον πάτο της θάλασσας και η χοντρή αλυσίδα της περνούσε από τη χοντρή σωλήνα της καμπίνας των νεαρών. Στην καμπίνα έγινε σεισμός! Ήταν τέτοιο το ταρακούνημα και τόσο μεγάλος σαματάς, που ο νους τους πήγε αμέσως στο κακό. «Παναγία μου τρακάραμε!!» φώναξε ο ένας και πετάχτηκε απάνω. «Αμάν πνιγόμαστε!!» ούρλιαξε ο άλλος. Δίνει ένα σάλτο ο Χωραϊτης από το απάνω κρεβάτι και πηδά κάτω. Με το σάλτο τρώει μία κουτουλέα σ’ένα μεσοδόκι του ταβανιού που του πέταξε ένα κούσκουνα που έκανε ένα μήνα για να ξεπρηστεί. Και όπως πηδά κάτω το ένα πόδι του πατεί πάνω στη βαλίτζα, σπάει το κόντρα πλακέ και σφηνώνεται μέσα. Κουστούμι, αυγά και σώβρακα γίνανε αχταρμάς. Αρπάξανε τα σωσίβια και πετάχτηκαν έξω από την καμπίνα. Ο ένας έσερνε και τη βαλίτζα με το πόδι του, που δεν μπορούσε να ξεσφηνώσει. Δημιουργήθηκε πανικός, θορυβήθηκε και ο καμαρότος που τους είδε αλλόφρονες και αναμαλλιασμένους (τότε είχαν μαλλιά) ειδοποιεί τον καπετάνιο να κατέβει και εν τω μεταξύ προσπαθεί να τους ηρεμήσει για να μην πανικοβληθούν και οι άλλοι επιβάτες. «Βρε εδώ πνιγόμαστε» του λένε «δεν πήρες χαμπάρι το ταρακούνημα από το τρακάρισμα;;;» Είδαν κι έπαθαν να τους πείσουν πως το ταρακούνημα δεν ήταν από τρακάρισμα, αλλά από φουντάρισμα. Κατέβηκε εν τω μεταξύ και ο καπετάνιος, τους τράβηξε μια γερή κατσάδα, τους απεκάλεσε «βοσκούς» και καπάκι της! τους έστειλε πίσω στην καμπίνα τους για να κοιμηθούν. Μα ύστερα από τέτοιο σοκ, πού να κοιμηθούν! Έμειναν ξάγρυπνοι και ο ένας έβαζε κρύες κομπρέσες στον κούσκουνα και ο άλλος έκλαιγε το καινούριο του κουστούμι που έγινε αυγοκομμένο και τη βαλίτζα του που τώρα είχε μία πελώρια χαλόπα στο καπάκι της.