Όταν πλησιάζει το Καλοκαίρι, ακούω πολλές φορές παιδιά του Δημοτικού Σχολείου να μιλάνε για τις διακοπές, πού θα πάνε, πού θα ταξιδέψουν, πού θα πάνε στο εξωτερικό και πού θα κολυμπήσουν, σύμφωνα βέβαια με τα όσα έχουν προγραμματίσει οι γονείς τους. Αυτό έγινε αιτία να γυρίσω 75 χρόνια πίσω και να θυμηθώ τις δικές μου διακοπές τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ΄40, γιατί όταν έγινα 11-12 χρονών, σταμάτησα να πηγαίνω διακοπές.
Όταν λοιπόν έκλεινε το σχολείο, προετοιμαζόμουν ψυχολογικά και η μάνα μου ετοίμαζε τις μπακοτίλιες μου. Δεν χρειαζόταν να κλείσω θέση σε βαπόρι, αεροπλάνο, ή αυτοκίνητο. Ειδικό μέσο θα κατέφθανε να με παραλάβει και να με μεταφέρει μοναδικό και προνομιούχο επιβάτη στον τόπο των διακοπών μου. Πράγματι κάποια μέρα ξαφνικά και απροειδοποίητα κατέφθανε ο εκ μητρός παππούς μου με το γαϊδουράκι του με μοναδική αποστολή να με παραλάβει και να με μεταφέρει εκεί που θα έκανα τις διακοπές μου. Με έβαζε λοιπόν στην καπούλα του γαϊδάρου, κρεμούσε στο σκαρβέλι μία τσάντα με την γκαρνταρόμπα μου, καθόταν και εκείνος στο σαμάρι, κατεύθυνε το γάϊδαρο και ξεκινούσαμε. Είχα βέβαια φορέσει και την κάσκα μου για τον ήλιο, σαν αυτές που φορούσαν οι εξερευνητές της Αφρικής, γιατί τα καπελάκια τζόκεϊ δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα.
Προορισμός μας ήταν τα Φράτσια, το χωριό της μητέρας μου και μάλιστα η συνοικία των Φρατσίων, τα Παντολιάνικα. Δύο ώρες και κάτι η διαδρομή Χώρα-Φράτσια κάπου 12-13 χιλιόμετρα. Τα Παντολιάνικα βρίσκονται 1 χιλιόμετρο περίπου από τη Τζιγκούρα, το κέντρο των Φρατσίων και τότε είχαν έξι σπίτια που κατοικούνταν από καμιά 15αριά ανθρώπους. Βέβαια εκεί δεν είχε ούτε θάλασσα κοντά, ούτε χώρους για παιχνίδι ούτε και παιδιά της ηλικίας μου. Είχε όμως άλλα πράγματα. Είχε περιβόλια, είχε αλώνια, είχε αμπέλια, είχε δέντρα με φρούτα, είχε πρινερά που δεν τα είχε η Χώρα. Ο παππούς μου με τη γιαγιά μου και τα 3 παλληκάρια τους ήταν αγρότες και έκαναν τα πάντα για να έχει το σπίτι τους αυτάρκεια. Το μπακάλη σπάνια το επισκέπτονταν, Έσπερναν τα όχι και τόσο γόνιμα χωράφια τους, θέριζαν και αλώνιζαν για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους. Καλλιεργούσαν και μάζευαν τις ελιές τους για να κάμουν το λάδι τους. Είχαν κατσίκες και πρόβατα για το γάλα, το τυρί και τα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, για το μαλλί και για το κρέας. Είχαν βόδια για να οργώνουν τη γη και να καλλιεργούν τα χωράφια τους και δυό γαϊδάρους για τις μεταφορές. Είχαν περιβόλια για τα μποστανικά τους και αμπέλια για το κρασί τους. Έτρεφαν χοίρο, κουνέλια, κότες και άλλα πουλερικά. Στο σπίτι του παππού λίγα πράγματα αγόραζαν. Ρύζι, ζάχαρη και καφέ που τότε τον πουλούσαν άψητο και τον έψηνε η γιαγιά μου στο μπρουστουλί και έβαζε μαζί και λίγο κριθάρι και τον άλεθε μετά στο μύλο του καφέ.
Όλα αυτά για να γίνουν χρειαζόταν μεγάλος αγώνας και επιπλέον οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Τρεχούμενο νερό δεν υπήρχε τότε στα σπίτια και έπρεπε για τη λάτρα του σπιτιού να κουβαληθεί από το πηγάδι που ήταν στα περιβόλια σε απόσταση μισό χιλιόμετρο. Για το μαγείρεμα έπρεπε να έχεις ξύλα για το τζάκι, αγκάθια και κλαδιά για το φούρνο. Ηλεκτρικό δεν είχαν ακόμα τα χωριά μας και όλοι χρησιμοποιούσαν λύχνους και λάμπες πετρελαίου. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, που κάθε οικογένεια αγωνιζόταν να πάρει μια ανάσα και να ορθοποδήσει μετά την περιπέτεια της Κατοχής, αμέσως μετά ξεκίνησε η τραγωδία του Εμφυλίου. Τα δυό μεγαλύτερα παλληκάρια του παππού πήγαν να υπηρετήσουν 4 ολόκληρα χρόνια πάνω στο Γράμμο και στο Βίτσι. Και πάλι καλά που γύρισαν ζωντανοί, ο ένας τραυματίας, άλλοι δεν γύρισαν ποτέ. Όλο αυτό το διάστημα ο παππούς και η γιαγιά με το μικρότερο γιο τους έπρεπε να αγωνιστούν διπλά για να διατηρήσουν την περιουσία τους, τα λιόφυτα, τα αμπέλια, τα χωράφια και τα ζώα τους. Πάνω σ’αυτήν την αναμπουμπούλα κατέφθασα κι εγώ να κάνω τις διακοπές μου.
Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι κι εγώ πρέπει να βοηθήσω σ’αυτό τον αγώνα. Και τι βοήθεια να προσφέρει ένα παιδί 6-7 χρονών;;; Και όμως, μικρή βοήθεια, μεγάλη σωτηρία που λέει και ο λαός. Το πήρα για παιχνίδι και μου άρεσε. Μου άρεσε π.χ. να γυρίζω γύρω γύρω στο αλώνι και να τσιγκλώ με μια βέργα τα βόδια να μη τεμπελιάζουν. Όταν εγώ έκανα αυτό, κάποιος άλλος ξεκουραζόταν στη σκιά του δεντρόπρινου. Μου άρεσε μετά το λίχνισμα να γεμίζω ταγάρες με άχερα για να κουβαληθούν στο αχερόσπιτο. Μου άρεσε να παίρνω από τα πισώσωρα και να πηγαίνω να ταϊσω τις κότες και να μαζέψω τα αυγά. Πισώσωρα ήταν τα άτριφτα στάχυα που στο λίχνισμα του καρπού στο αλώνι ξεχώριζαν και γίνονταν σωρός πίσω από το σωρό του καρπού. Όταν είχαμε αλώνι, το πρόγραμμα ήταν γεμάτο. Το πρωί μέχρι το μεσημέρι, γύρισμα στο αλώνι. Το απόγευμα, λίχνισμα και κουβάλημα. Όταν ο καιρός δεν βοηθούσε στο λίχνισμα, ο καρπός έμενε μισοαλίχνιστος στο αλώνι. Τότε έπρεπε μετά το δείπνο να πάρουμε με τον παππού το λαδοφάναρο αναμμένο και δύο κουβέρτες και να πάμε να κοιμηθούμε στο αλώνι. Μου άρεσε αυτή η αλλαγή, αλλά παραξενευόμουν κιόλας. «Γιατί παππού ήρθαμε να κοιμηθούμε στο αλώνι;» τον ρωτούσα. «Παιδί μου, δεν προλάβαμε να σηκώσουμε τον καρπό και δεν πρέπει να τον αφήσομε μόνο του. Ο καρπός είναι ιερό πράγμα, είναι το ψωμί μας. Γι αυτό φέραμε το φανάρι αναμμένο, όπως ανάβομε στα εικονίσματα το καντήλι. Από αυτό τον καρπό γίνεται το ψωμάκι που το πάμε στην εκκλησία και γίνεται η αγία κοινωνία. Δεν με έχεις δει που όταν κατεβάζω καρβέλι από την τάβλα, πριν το κόψω, κάνω ένα σταυρό με το μαχαίρι; Το ψωμί είναι ιερό πράγμα.» Αυτά είπε ο παππούς, δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα σ’ένα παιδί.
Όταν δεν είχαμε αλώνι, έκανα άλλες δουλειές. Με έβαζε ο παππούς να μαζεύω τις καβελίνες από τους γαϊδάρους στα δρομάκια της γειτονιάς. Το απόγευμα τις παίρναμε στο περιβόλι και κοπρίζαμε με αυτές τις αγγουριές και τις κολοκυθιές. Η γιαγιά με έστελνε να ταϊσω το χοίρο με χουμά που έβγαζε όταν τυροκομούσε, ανακατεμένο με πίτουρα, απ’αυτά που έβγαζε όταν κοσκίνιζε το αλεύρι στο ζύμωμα. Με έστελνε ο παππούς στο αχερόσπιτο να πάρω μια αγκαλιά βίκο και να πάω να ταϊσω τον τράγο, που ήταν μόνος του σε ξεχωριστό σταύλο γιατί έπρεπε να καρδαμώσει. «Γιατί παππού βάζομε βίκο μόνο στον τράγο και δε βάζομε και στις κατσίκες;» ρωτούσα. «Παιδί μου, ο τράγος κουράζεται πολύ. Αυτός είναι ο αρχηγός τους. Αυτός τις προσέχει στο πρινερό και τις έχει όλες κοντά του. Άμα είναι καλά ταϊσμένος τις προσέχει πιο καλά.» Μια φορά την εβδομάδα πηγαίναμε με τον παππού να ποτίσομε τα γροθία στην Καρναβέλαινα. Γροθία είναι μπρατσόλια από κλαδί ελιάς που φυτεύονται έτσι χωρίς ρίζες σε λάκκους, σε ένα χωράφι το χειμώνα που βρέχει. Όταν σταματήσουν οι βροχές πρέπει να ποτίζονται. Εκεί όμως δεν υπήρχε νερό , γι αυτό παίρναμε ένα μεταλλικό μπιτόνι, μια κανίστρα σαν αυτά που έχουν τα στρατιωτικά τζίπ στο πίσω μέρος. Το γεμίζαμε με νερό, είκοσι λίτρα, το φόρτωνε ο παππούς στο γάϊδαρο, μ’έβαζε και μένα στην καπούλα, καθόταν κι εκείνος στο σομάρι και πηγαίναμε. Άντε τώρα με είκοσι λίτρα να ποτίσεις είκοσι γροθία! Όμως τι είχε κάνει ο παππούς; Όταν τα φύτεψε, φύτεψε δίπλα σε κάθε μπρατσόλι και ένα καλάμι που το είχε τρυπήσει με μια σιδερόβεργα. Με ένα χωνί ρίχναμε νερό σε κάθε καλάμι που πήγαινε κατευθείαν στη ρίζα του φυτού. Με αυτό το λίγο νεράκι την έβγαζαν την περίοδο που δεν έβρεχε. Όταν ύστερα από χρόνια επισκέφθηκα το μέρος, δεν πίστευα στα μάτια μου με αυτό που αντίκρισα!
Στα μικρά πανηγυράκια του Καλοκαιριού εκεί τριγύρω, με έπαιρνε ο παππούς και πηγαίναμε με το γάϊδαρο. Της αγίας Μαρίνας στις Μπαμπακίες, της αγίας Κυριακής στις Αλεξαντράδες, του αγίου «Παντελεημόνου» στη γειτονιά μας, του αγίου Φανουρίου στα Πετροχειλιάνικα. Κάθε βδομάδα πηγαίναμε με τη γιαγιά στης Κεράς το Πηγάδι, για να πλύνει τα ρούχα. Εκεί ήταν δημόσιο πλυσταριό, είχε εγκαταστάσεις, νερό, γούρνες, τζάκι κ.τ.λ. Ερχόταν και ο παππούς και τραβούσε νερό με τον κουβά απ’ το πηγάδι κι εγώ συνταυλούσα το τζάκι για να βράσει το νερό στο μπουγαδοκάζανο. Τα ρούχα τοποθετούνταν στο μπουγαδοκόφινο με το σταχτοπάνι και την καθαρή κοσκινισμένη στάχτη, με τα φύλλα αλοϊζας και μυρτιάς και ζεματίζονταν με το νερό που τα διαπερνούσε και μοσχοβολούσαν την άλλη μέρα.
Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες των διακοπών μου στα Φράτσια. Όμως όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να διαβάζω καλά και να ανεβαίνω στο ψαλτήρι, ο πατέρας μου που ήταν εφημέριος στη Χώρα, με χρειαζόταν και έτσι δεν ξαναπήγα διακοπές. Το Καλοκαίρι είχε πολλή δουλειά και χρειαζόταν βοηθό. Εσπερινοί, λειτουργίες, παρακλήσεις, συναπαντήματα και πανηγυράκια στα ξωκκλήσια δεν με άφηναν να απομακρυνθώ από τη Χώρα. Οι διακοπές στα Φράτσια, που θυμάμαι με απέραντη νοσταλγία ήταν οι τελευταίες των παιδικών μου χρόνων….
Βασίλης Σταύρου Ιερέως Χάρος