Αλικοντίζω = σταματώ, καθυστερώ
Αλικοντίσου ένα μομέντο= σταμάτα, περίμενε ένα λεπτό. Παλιά, οι μητέρες όταν ήθελαν να απομακρύνουν τα παιδιά από το σπίτι, τα έστελναν στη γιαγιά, στη θεία, στη γειτόνισσα και τους έλεγαν – “πήγαινε στη γιαγιά να τση πεις να σου δώκει λιγάκι αλικόντιση!
Η γιαγιά καταλάβαινε, αλλά τα παιδιά νόμιζαν ότι η αλικόντιση ήταν κάποιο αντικείμενο και περίμεναν υπομονετικά…