Από τις εύθυμες Τσιριγώτικες ιστορίες για ιστορικούς λόγους

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΡΟΣ | ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024

Διάβαζα στο διαδίκτυο ότι έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις αυτή την εποχή του λιομαζώματος η κλοπή όχι μόνο του ελαιόκαρπου από τα λιόφυτα, αλλά και των εργαλείων του λιομαζώματος. Στην Κρήτη, λέει, δεν τολμούν να αφήσουν τη νύχτα στο λιόφυτο τίποτα. Τις μαζεμένες ελιές οι λιομαζωχτάδες άλλοτε τις έπαιρναν από το λιόφυτο, αλλά άφηναν τα εργαλεία. Τώρα πια τα λιόπανα, ραβδιστικά, κουπεπέ, χαλουλάκους και γεννήτριες τα μαζεύουν κάθε βράδυ, γιατί το πρωί δεν θα τα βρουν στο λιόφυτο. Μεγάλος μπελάς δηλαδή. Κάπου αλλού αποθρασύνθηκαν ακόμη περισσότερο. Ένα ζευγάρι πήγε σ ένα ξένο λιόφυτο μέρα μεσημέρι και μάζευαν τις ελιές σαν να ‘ταν δικές τους. Για καλή τύχη πήγε ο νοικοκύρης να επιθεωρήσει το λιόφυτό του και βλέπει από μακριά κίνηση μέσα. Ζυγώνει σιγά σιγά με προφύλαξη χωρίς να γίνει αντιληπτός και βλέπει έναν άνδρα και μια γυναίκα να μαζεύουν τις ελιές του ανενόχλητοι. Με το κινητό του παίρνει την αστυνομία που πήγε αμέσως και τους έκαμε τσακωτούς. Ακόμα διάβαζα ότι σε πλατείες και πάρκα με ελιές σε διάδορες πόλεις απλώνουν δίχτυα και μαζεύουν τις ελιές. Όσο ακριβαίνει το λάδι, δεν θα μείνει ούτε πουρουλέα!

Όλα αυτά με γύρισαν πολλά χρόνια πίσω και θυμήθηκα ότι και στο Τσιρίγο, εκεί στη δεκαετία του ’80, είχαν αρχίσει  να χάνονται τσουβάλια ελιές από τα λιόφυτα. Σιγά σιγά αποθρασύνθηκαν και εκεί και έφθασαν σε σημείο να ξεπατώσουν ολόκληρο λιόφυτο και να το κάνουν καυσόξυλα. Ήταν μακριά σε εξοχή και ο νοικοκύρης δεν πήγαινε τακτικά, αλλά όταν πήγε το λιόφυτο είχε γίνει χωράφι. Ένα άλλο περιστατικό έγινε στη Χώρα. Δεν ήταν τίποτα άξιο λόγου, 5-6 μουζούρια ήταν όλα κι όλα που κλέψανε, αλλά έγινε τέτοια πλάκα, που ακόμα γελάμε, όσοι ζούμε και τα θυμόμαστε, γιατί κάποιοι δυστυχώς μας έχουν αφήσει.

Κάποιος λοιπόν από τη Χώρα είχε ένα λιοφυτάκι δίπλα στο δρόμο Χώρας Καψαλίου. Το είχε αγοράσει με άλλα 2-3 λιόφυτα, όταν αποφάσισε να αφήσει τη θάλασσα, να γίνει στεριανός, να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Βέβαια από λιόφυτα και ξελάθρες δεν πολυσκάμπαζε, αλλά σου λέει, δεν είναι γράμματα, θα μάθω. Και τα κατάφερε. Όχι βέβαια για καζάντια, αλλά το λαδάκι του το εξοικονομούσε και είχε μπόλικα ξύλα για το τζάκι του, το οποίο δεν χρησιμοποιούσε μόνο για θέρμανση. Είχε σιδεροστίες για νόστιμο μαγείρεμα, σχάρες για ψησταριές, και κατάλληλα σκεύη για τζακόπιτες. Στο λιόφυτο που είναι στο δρόμο του Καψαλιού υπάρχει και ένα εκκλησάκι χτισμένο πάνω σε βράχο και η θεμελίωσή του ήταν προβληματική. Αποφάσισε λοιπόν να διαθέσει λεφτά για να το στερεώσει. Για λόγους ιστορικούς, όπως έλεγε και το τόνιζε. Δηλαδή μη με περάσετε για κανένα αγιοντάντουλο, αλλά αφού το εκκλησάκι βρέθηκε μέσα στο λιόφυτό μου, δεν πρέπει να το αφήσω να ρημάξει. Τις ελιές τις μάζευε μόνος του. Δεν ήθελε ούτε εργάτες, ούτε γυναίκες, ούτε παιδία να του τσαλαπατούν τις ελιές στα σεντόνια. Σιγά σιγά μόνος του και με τον παραδοσιακό τρόπο. Με χτενάκι. Δεν ήθελε τα σύγχρονα μέσα, γιατί τραυματίζουν τα δέντρα και τον καρπό και πέφτει η ποιότητα του λαδιού. Δεν τον ενδιέφερε η ποσότητα, αλλά η ποιότητα. Μάζευε λοιπόν καμιά δεκαριά μέρες εκεί στο δρόμο του Καψαλιού και ήταν δεν ήταν 5-6 μουζούρια  όλες όλες. Αλλά μουζούρια κανονικά, χωρίς φύλλα, χωρίς ξεράδια, χωρίς πριονίδια από το κόψιμο και χωρίς να είναι τσαλαπατημένες. Ήταν πολύ σχολαστικός σ’ αυτά. Τα τσουβαλάκια τα είχε αραδιάσει στον τοίχο κατάδρομα, από λίγες στο καθένα, γιατί δεν έκανε να σηκώνει βάρος για τη μέση του. Τα δικά του τσουβάλια μπροστά στων άλλων ήταν σαν μπομπονιέρες. Απορώ πώς τα καταδέχτηκε ο κλέφτης. Ίσως υπέφερε και αυτός από τη μέση του και γι αυτό τα προτίμησε. Όταν λοιπόν έκλεισε ραντεβού για να βγάλει τις ελιές, κατεβαίνει να τις πάρει, πουθενά οι ελιές. Βρε αμάν, ρωτούσε τους γειτόνους που μάζευαν ελιές εκεί κοντά, τίποτε κανένας δεν ήξερε, ούτε πήραν χαμπάρι. Πάνε οι ελιές, πετάξανε. Άρχισε να φωνάζει, τα ‘βαλε με τους κυβερνώντες που έχουν κάνει την Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι και να τα αποτελέσματα. Έχει επέλθει διάλυση των πάντων και πάμε κατά διαόλου. Είπε και άλλα και εκτονώθηκε. Αργότερα όταν ηρέμησε και κατάλαβε ότι με τις φωνές δεν φέρνει αποτέλεσμα, επιστράτευσε άλλη ταχτική. Άρχισε να διαδίδει ότι οι ελιές ήταν της εκκλησίας και το λάδι είναι αγιάτικο και θα τιμωρηθεί ο κλέφτης και δεν θα του βγεί σε καλό. Διαδίδοντάς τα αυτά πίστευε ότι μπορεί να τα μάθει ο κλέφτης και να μετανοήσει φοβούμενος θεία τιμωρία. Και ω του θαύματος! Σε δύο μέρες βρίσκει μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας έναν τενεκέ λάδι. Τον παίρνει περιχαρής  και τρέχει να το ανακοινώσει σε φίλους γνωστούς και συγγενείς. Όλοι εξεπλάγησαν και εχάρηκαν για το αίσιο τέλος, μόνο ένας συγγενής δεν φάνηκε να εκπλήσσεται και πολύ. Έδειξε βέβαια ότι χάρηκε και ρώτησε «Τι θα το κάμεις το λάδι; Θα το βάλεις στο πιθάρι μαζί με το δικό σου;» «Όχι, θα το πάω στο Σαββόνικο να το πουλήσω και με τα λεφτά θα κάμω κανένα μερεμέτι στην εκκλησία που έχει ανάγκη. Για ιστορικούς λόγους» «Ναι, έτσι να κάμεις. Μην το ανακατέψεις με το δικό σου. Δεν ξέρεις τι σου έχει βάλει αυτός.» Ούτε μάντης να ήτανε. Παίρνει τον τενεκέ και τον πάει στο Σαββόνικο.Του λέει όλο το ιστορικό της υπόθεσης. Γάτα ο Σαββόνικος έχει υπόνοιες ότι κάτι δεν πάει καλά. Πιάνει τον τενεκέ, τον σηκώνει και οι υπόνοιες γίνονται ενδείξεις. Το βάρος του τον προβληματίζει. Ένας τενεκές, όταν γεμίσει λάδι είναι 16 με 17 κιλά. Όταν τον γεμίσεις νερό είναι 20 κιλά και όταν τον γεμίσεις μέλι, είναι σχεδόν 30 κιλά. Τα 3-4 κιλά βάρος παραπάνω που ένας έμπειρος που ασχολείται με λάδια το καταλαβαίνει αμέσως, είναι αρκετό για να συμπεράνει ότι ο τενεκές μάλλον περιέχει νερό και όχι λάδι. Κάνει να το αδειάσει σ’ ένα ντεπόζιτο με πατάλαδα. Πράγματι ο τενεκές είχε λίγο λάδι πάνω πάνω για παραπλάνηση και από κάτω νερό. Άνθρακες ο θησαυρός!! Κατάλαβε ο δικός μας ότι κάποιος φίλος του έκανε πλάκα. Και παραδόξως δεν θύμωσε. Μπορεί να ήταν οξύθυμος,, σχολαστικός, ψείρας, αλλά είχε χιούμορ. Του άρεσαν τα έξυπνα αστεία και η σάτιρα. Και τη δεχόταν ευχαρίστως. Και όταν ο αξέχαστος Ανδρέας ο Κονταράτος του έκανε ρίμα και περιέγραφε με εκείνο τον αξέχαστο και μοναδικό τρόπο την παραπάνω ιστορία, ο δικός μας τον κάλεσε τραπέζι ένα βράδυ με αποσπερίδα, για να του διαβάσει τη ρίμα ο ίδιος ο ποιητής. Και να ψησταριές στο τζάκι, να τζακόπιτες, και να γέλια και διασκέδαση! Τότε ήταν που η μητέρα του Ανδρέα είπε εκείνο το ανεπανάληπτο « Τα παλιά χρόνια οι ριμαδόροι βρίσκανε το μπελά τους και καμιά φορά τρώγανε ξύλο. Τώρα σας ε κάνουνε και τραπέζια! Πώς αλλάξανε τα χρόνια!» Κάτι ήξερε, γιατί ήταν κόρη ενός από τους πιο φημισμένους παλιούς ριμαδόρους των Κυθήρων.


(Υ.Γ. Στη μνήμη του Πάνου, του Ανδρέα και του Σαββόνικου που μας έφυγαν νωρίς)