Η παρακάτω ρίμα κατεγράφη το 1986 απο το μαθητή της Β´ Γυμνασίου Κυθήρων Παναγιώτη Γ. Σεμιτέκολο, καθ´ υπαγόρευσιν της Μαρίας Διακάκη-Καλλιγερου. Η ρίμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για το γλωσσικό ιδίωμα των Κυθήρων και για τα πλούσια λαογραφικά στοιχεία, όπως τα προξενιά, η νοοτροπία, είδη υφαντών, νήματα, είδη χωραφιών κ.τ.λ.
Μπρέ γέρο, ίντα στρουμεντάρεις και ξέγνοιαστος ντρατσώνεις;
ο γιος μας είναι έτοιμος, τι τονε καμαρώνεις;
Οψές ταχτέρου που ‘βανε τη σκολινή του βράκα
Ξανάκακα εστράφηκα και το ‘ντα είδα άστα!!
Ίντα λοιπό χασομεράς, γνοιάσου πλέα για νύφη
Θέλει τη τη νοικοκερά το εδικό μας σπίτι.
Εψές αργά σαν έχαφτε, εγώ πετρόριξά του:
«γιέ μου καιρός να κοσμιθείς»
Και κείνος αναχάντρωσε κι ήρθε στα σύγκαλά του.
Γέρο, λοιπό γληγόρευε, κατέω το πως θέλει,
Μην πάει και συμμαζευτεί, δε θέλει χασομέρι.
Αγροίκα, γέρο, ίντα θα πω, να σηκωθείς ταχία
Να πάεις ολοδράμοντας στην κερά Αναστασία.
«Δίνεις μας» πες «την κόρη σου την πρώτη την Μπομπότα,
δαδά» πε « θέλω να μου πεις, ή πάω σ’ άλλη πόρτα»
Κι ανε ν τυχό σου πει το ναι με την καπατσοσύνη
Πε της, ντελέγκου μπάστα μου, ίντα προικία δίνει.
Όσα και να σου λέει, σύ, λίγα να λέεις είναι,
Βάρδα σκαλία μη δεχτείς που κάνουνε χαλάστρες
Βουλούνε τα συνάμπελα και φράσουνε τσι στράτες.
Μη σου φορτώσει γρέμπανα, κοντράδια και σοβάλες
‘πο δαύτα έχομε σωρό κάτω στσι Μανταλάδες.
Λιόφυτα ναι! Και τα κλειστά που είναι στα Μουρία
Να κλείνομε τα χτήματα τη βαρυχειμωνία.
Αρώτα και για ρουχισμό, σαν ίντα, πε, τση δίνει
Όλα να ‘ναι ξεχωριστά, να ‘χει κι ένα κιλίμι.
Μπόλικα, πε, παλιατσερά, να ‘ναι και σουρμιδένια
Σκουλλία, λαζούρια, τράιστρα, σοκόφια ναφαλένια
Να ‘χει ταγάρες σπιτικές που κάνουνε για νάκα
Από κορκίδια έναν τρουβά σεντόνια κατινάτα.
Λένε πως βρήκε και παρά από το γέρο Μπάκα
Και τα ρεάλια ήτανε τούτο και κολωνάτα
Καλά ‘ναι, πε της, να ν το πει στον άντρα της το Γιάννη,
Μα είναι μπρε πολιτική και ο,τι θέλει κάνει.
Κι αν σε τρατάρουνε κρασί να κάνεις το χορτάτο
Να λέεις πως το σπίτι μας απ’ όλα είναι γιομάτο.
Οψές να πεις πετάξαμε ένα τραγί μουνούχο
Μια τζάρα τσακιστές ελιές και τρεις λαϊνες μούστο.
Ένα μισοπίνακο βορβούς και δύο χοντροκούκια
Σαρδούνια ‘πο το Καλαδί κοτζάμου παραβούτα
Κι ανε σου πει «καλά ‘νταλώς γίνηκε τούτο πάλι;»
Πε «‘μαστε λιγοφάμελοι και ποιος να μας τα φάει;»
Βάλε λοιπόν τη φέσα σου και δίλογα παπούτσια
Και θύμου, κακοντέλη μου, όσα απόψε σου ‘πα.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Στρουμενταρω= είμαι βυθισμένος σε σκέψεις
Ντρατσώνω= ξαπλώνω
Ταχτερου= πρωί
Ξανάκακα= τυχαία
Πετρόριξα= βολιδοσκόπησα
Να κοσμιθείς= να παντρευτείς
Αναχαντρωσε= αγρίεψε
Ταχιά= αύριο
Ολοδράμοντας= τρέχοντας γρήγορα
Δαδά= τώρα, αυτή τη στιγμή
Ντελέγκου= ευθύς αμέσως
Μπαστα μου= τουλάχιστον
Βάρδα= μακριά
Συνάμπελα= τοίχοι για στήριξη χωμάτων
Γρέμπανα= χωράφια πετρώδη
Κοντράδια= πετρώδη εδάφη
Σοβάλες= βαλτώδη μέρη
Παλιατσερά= μάλλινα κλινοσκεπάσματα
Σουσμιδένια= κατασκευασμένα με σουρμία, εκλεκτό, λεπτό μαλλί προβάτου.
Σκουλλία= τούφες απο μαλλιά προβάτων
Λαζούρια= βαμβακερά νήματα κυανού χρώματος
Σοκόφια= κλινοσκεπάσματα αμεταχείριστα
Ναφαλένια= μαλλιά απο πρόβατα
Νάκα= Υφαντή κούνια του μωρού
Κατινάτα= σεντόνια με ειδική ύφανση
Τούτο=όλη η ποσότητα
Πολιτική= έξυπνη γυναικα
Τζάρα= μικρό πιθάρι με λαβές
Σαρδούνια= πάστες σαρδέλες
Παραβούτα= βαρέλι
Κακοντέλης= φουκαράς