Αναπολώντας τα παλιά

Ένας αξέχαστος τύπος της Χώρας των παιδικών μας χρόνων ήταν ο Άγγελος Πετρόχειλος, ή όπως τον λέγαμε όλοι «ο Άντζολος» Ήταν άριστος κουρέας, πεντακάθαρος μέχρις υπερβολής και παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο, ανοίγοντας αρχικά ένα μικρό παντοπωλείο μαζί με το κουρείο, όπως ήταν τότε συνήθεια στα μικρά μέρη, μέχρι που το 1948 εγκαινίασε το νέο μεγάλο κατάστημα με τον ταλαντούχο και δραστήριο γιο του, το Νίκο, το οποίο ονόμασαν ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ.

Το ιστορικό αυτό μαγαζί που λειτουργεί μέχρι σήμερα με άλλη δ/νση στην περιοχή του Μαρκάτου, ήταν για την εποχή του μια πρόγευση του super market. Εκεί εύρισκες τα πάντα. Από βαλίτζες μέχρι δραγάντε. Αριστερά μόλις έμπαινες στο μαγαζί ήταν οι δυό καρέκλες του κουρείου, διότι το κουρείο το διατήρησαν και το δούλευαν πατέρας και γιος.

Ο Άντζολος ήταν ένα φαινόμενο. Γεννημένος έμπορος, χαριτωμένος, αστείος, κοινωνικότατος, άφησε εποχή με τις φάρσες που σκάρωνε και τα αστεία που δεν άφηναν στο απυρόβλητο κανέναν. Τα είδη του καταστήματος με πολύ χαριτωμένο τρόπο τα διαφήμιζε ο ίδιος σε όλους, από τα μικρά παιδιά μέχρι το Δεσπότη. Η επίσκεψη στο μαγαζί του ήταν μια μοναδική διασκέδαση. Πάντα κάτι θα εύρισκε για να σε κάνει να γελάσεις. Αυτή την αξέχαστη φιγούρα μέσα στο περιβάλλον του μαγαζιού που δημιούργησε με το γιο του με τόσο κόπο και τόσο ταλέντο, περιγράφει η λαϊκή μούσα, την οποία υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια και σεβασμό μαζί με άλλους ο Βρεττός Πρωτοψάλτης, ή Τζαγκαροβρετός.

Ο Πρωτοψάλτης πολύπλευρο ταλέντο, ήταν από τα Μητάτα και ασχολήθηκε με τη μουσική παράδοση των Κυθήρων. Εκτός από αυτά που διέσωσε, ήταν ο ίδιος και συνθέτης και οργανοπαίκτης και στιχουργός και δημιούργησε οικογενειακό συγκρότημα που άφησε εποχή. Μια μέρα λοιπόν βρέθηκε στο μαγαζί του Αντζόλου ο Τζαγκαροβρετός και με τους στίχους του απέδωσε την ατμόσφαιρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΝ

Στη Χώρα σ’ένα μαγαζί είχε ο κόσμος στριμωχτεί,

σπρώξε, σπρώξε, δε χωρώ, με τη μπάντα προχωρώ.

Φτάνω και σε κάποιαν άκρη και κοιτούσα μ’ ένα μάτι.

Ένας γύρευε χαρτί, άλλος ζήτα εφημερίδες,

άλλος πρόκες και πέταλα, σκόνη για κατσαρίδες.

Άλλη πήρε ένα μαγιό και οδοντογλυφίδες.

Γλυκά, κουφέτα και ποτά, αρώματα, καλλυντικά,

μπαχαρικά και γυαλικά, λάμπες, σίγκλους, κατσαρόλες,

σιδεροστίες και ταψιά, μπαλότα, τόπια και πανιά.

Βλέπω τα κοριτσόπουλα, λαχταριστές φραντζόλες

με τα κοντά τους τα μαλλιά, με κάποιο νάζι όλες

και ν’ αγοράζουν σκουλαρίκια, πούδρες, κάλτσες, πανικά,

να γυρεύουνε κραγιόν και μεταξωτά βρακιά.

Μοναχός παραμιλώ  «είν’ ο κόσμος παλαβός;»

Να σου εκείνη τη στιγμή μπαίνει μια μπαρμπουνάρα

πραγματικά σαν άγγελος!  «έχετε κραγιόν;» είπε με λαχτάρα

«‘Ο,τι θέλεις δεσποινίς μου» απαντά ο Άντζολος,

«εις τα όμορφα κορίτσια δεν τα δίνω με λεφτά»

Του ‘πε κάποιο ευχαριστώ, μα τη βλέπω να γελά.

«Δε μου λέτε, καλτσοδέτες έχετε, όχι φαρδιές»

«έχω απ’ όλα δεσποινίς μου, έλα να σου πάρω μέτρο,

δε χαλάω εγώ καρδιές!»  Τότε μπήκα στο ψητό!

Όποιανε δουλειά κι αν κάνω, πρώτα πρέπει να μετρώ!