Τσιριγώτικη Σάτιρα
ΤΑΛΑΙΠΩΡΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε επί των κεφαλών μας
Και ο Αλευρομάγειρος εις το Γυμνάσιό μας.
Αναστάτωση επέφερε σε κάθε του γωνίτσα
Και καφετζή την έκανε τη δόλια τη Μποτίτσα.
Γκαρσόνι ο Σπηλιόπουλος νερό του κουβαλάει
Και τον καφέ ο Θεμιστοκλής με το μπιρίκι πάει.
Τον κύριο Φατσέα μας Πατρόνο έχει κάνει
Για ζάχαρη τον έστειλε στου Κοτσυφού του Γιάννη.
Ο Γιώργος μας ο φουκαράς ποτέ του δεν θυμώνει
Κι ολημερίς με λαδικό τις κλειδαριές λαδώνει.
Κι ο κύριος ο Στάθης μας που η μύτη δεν του πέφτει
«κάντε, παιδιά μου, μια γραμμή» φωνάζει κάθε Πέμπτη.
Τέλος τον κύριο Πήλια μας που στο Γυμνάσιο φτάνει
Ψηλός, ωραίος και παχύς υπασπιστή τον κάνει.
Αφήνω τους καθηγητές και προχωρώ με φούρια
Να δώ το τι ετράβηξαν τα δόλια μαθητούδια.
Πώ πώ τους βρήκε συμφορά κι αυτούς πολύ μεγάλη
Δεν τους απέμεινε μαλλί καθόλου στο κεφάλι!
Απ’του μεγάλου μαθητή μέχρι του πιο μικρού,
Έγιναν τα κεφάλια τους σαν λάμπες φθορισμού.
Αν πεις και για τα θηλυκά πώ πώ τί τους γυρεύει!
Μπερέ διατάσσει να φορούν σαν την κυρία Πλεύρη.
Από περκάλι ο γιακάς κι από χασέ ακόμη
Και να μην τρέφουν κατσαρή, κοντή μοντέρνα κόμη.
Η κερά Νότα φαίνεται μόνο του ‘χει λαθέψει
Γιατί δεν της επέβαλε την κόμη να κουρέψει!
Η ΡΙΜΑ ΤΗΣ ΚΑΣΟΝΑΣ
Μια φεγγαρόλουστη βραδιά η νεολαία φτάνει
Σε μιαν αυλή της αγοράς αστεία για να κάνει.
Μία κασόνα βρήκανε εις της αυλής τη μέση
Που τρείς ως τέσσερις κοντούς μπορούσε να χωρέσει.
Για πρόεδρος της συντροφιάς ήτανε ο Νικάκης
Ακολουθεί ο Θεμιστοκλής, ο Γκιούλιος, ο Γιαννάκης,
Ο Τάσος με τα άσπρα του κι ο Γεωργίου ακόμα
Την κάσα όλοι τους μαζί σηκώσαν σαν εικόνα
Κι απ’την αυλή την πήρανε όλοι σαν λιτανεία
Να κάμουν σ’ένα φωνακλά μιαν άλλη διαολία.
Σαν γιος παπά ο Θεμιστοκλής το ψάλσιμο αρχίζει
Τ’ακούει η νοικοκυρά και βγαίνει και τους βρίζει.
Τους ήρθε τέτοιος πανικός απ’την ψυχρολουσία,
Την παρατήσαν κι έφυγαν σαν τα δειλά αρνία
Καταμεσής στην αγορά την έβαλαν με τρόμο
Κι εκείνη με τον όγκο της τους έφραξε το δρόμο.