Ένα ναυάγιο αγγλικού πολεμικού στη θάλασσα των Κυθήρων

Μια ναυτική τραγωδία του 19ου αι. που συντάραξε την κοινωνία των Κυθήρων και Αντικυθήρων διέσωσε η λαϊκή μούσα στα Κύθηρα μέχρι τις μέρες μας.

Η εφημερίδα ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ τον Απρίλιο του ’18 δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με δύο εκδοχές της σχετικής ρίμας που θυμούνταν παλαιοί άνθρωποι, καθώς και πολύτιμα στοιχεία από αρχεία της Αγγλίας για το περιστατικό.

Εις το αρχείο του αείμνηστου δασκάλου Μανώλη Χάρου βρέθηκε και μια τρίτη εκδοχή της ρίμας, η οποία συμπληρώνει τις δύο προηγούμενες.

Η ιστορία συνοπτικά έχει ως εξής: Τον Ιανουάριο του 1807 το αγγλικό πολεμικό ΝΑΥΤΙΛΟΣ με πλήρωμα 122 άνδρες βρέθηκε στη θάλασσα των Αντικυθήρων και από κακούς υπολογισμούς του καπετάνιου εν μέσω θυελλωδών ανέμων προσέκρουσε στα βράχια μιας βραχονησίδας των Αντικυθήρων. Τότε άρχισε η φοβερή περιπέτεια των ναυαγών που επέζησαν πάνω στο βράχο, οι οποίοι μετά από μερικές ημέρες αναγκάστηκαν από την πείνα να φάνε από τα πτώματα των νεκρών συντρόφων τους. Τελικά επέζησαν 64, οι οποίοι σώθηκαν με τις φροντίδες των Αντικυθήριων, οι οποίοι κατέφθασαν στο σημείο του ναυαγίου, όταν επέτρεψαν οι καιρικές συνθήκες, τους περιποιήθηκαν και στη συνέχεια τους βοήθησαν να φτάσουν στα Κύθηρα και από εκεί στη Μάλτα και μετά στην πατρίδα τους.

Παρακάτω δημοσιεύω την εκδοχή του Μανώλη Χάρου:

Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΦΡΕΓΑΔΑ ΣΤΗΝ ΞΕΡΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ

Ένα καράβι αρμένιζε στου Λιώνε το κανάλι
Με τραμουντάνα τρομερή κι ανεμική μεγάλη.
Ήταν καράβι θαυμαστό φριγάδα το ελέγα
Και φορτωμένο ‘ρχέτανε από την Ιγκλετέρα.
Άνεμον είχασι καλό κι ήταν καλή ευδία
Και με χαρά αρμένιζαν και με καλήν καρδία.
Ο καπετάνιος έλεγε «όλοι καλή καρδία!
Τώρα που επεράσαμε απ’ όλα τα νησία!
Και δω νησί δεν καρτερώ, ξέρα να μας μποδίσει
Και το καράβι πέλαγο, ας πάει όπου θελήσει»

Μ’ αυτό το φοβερό νησί την μπομπιεμένη ξέρα
Ούτε ακουστά την είχανε, ούτε και την εξέρα.
Ο καπετάνιος έπινε και γλέντα νύχτα μέρα
Για δαύτο τη φριγάδα του την έρριξε στην ξέρα.
Κι αν ήτανε να συντηρά τη χάρτα τι του λέγει.
Έπιανε τα βαθιά νερά κι από την ξέρα φεύγει.
Οχτώ μερόνυχτα σωστά εκάμανε στην ξέρα
Και τσι ‘δερνε η θάλασσα μαζί με τον αέρα.
Δίχως φαϊ, δίχως νερό, δίχως καμιά βοήθεια!
Αυτά δεν είναι ψέματα, ούτε και παραμύθια!

Έμαθα πως εβάλανε στον καπετάνιο χέρι
Κι αυτός τους αποκρίθηκε πριν βάλουνε μαχαίρι
«Βλέπω πως μετά λόγου μου είστ΄όλοι θυμωμένοι
Και θενα μ’ εύρει το κακό αυτό που με προσμένει!
Αφήστε με να κοιμηθώ, λιγάκι να πλαγιάσω,
Να μην ειδώ το θάνατο, γιατί τονε τρομάσω!»
Μα κείνοι τον εκάμανε μπουκιές με το μαχαίρι
Και τονε διαμεράσανε κι έτρωγε όλο τ’ασκέρι.
Μην πα να στοχαστεί κανείς, φωτιά είχαν και τον ψήναν,
Παρά ωμό σαν τα σκυλιά, έτσι τον καταπίναν.

Τι ήταν εκείνη η κοιλιά η ατσαλοβαμμένη
Να τρώει κριάς ανθρωπινό, άβραστο να χορταίνει;
Σαν τι στομάχι ήταν αυτό και πώς το εδεχέταν
Κι η γλώσσα που τ’ανάδευε και δεν το συχαινέταν;
Καλά το λεν οι παλαιοί «μάτια δεν έχει η πείνα
Κι αν έχει, γίνονται στραβά, δεν βλέπουν μηδ’ εκείνα!»

Δεν έχει η θάλασσα κλαδιά, μα έχει κρυμμένα βράχη
Και κείνος όπου κυβερνά, το νου του πρέπει να ‘χει.
Σα δεν προσέχει ο πλοίαρχος, μπορεί να προσαράξει,
Προτού να πάει το πλοίο του στο μέρος που θ’αράξει.

 

 

Διαβάστε επίσης...
Αφήστε μια απάντηση